Ο Φ. ο φωτογράφος

Η ζωή του Φ. ήσιε μόνο μια λέξη: φωτογραφία.  Όπου επίεννε έπερνεν την φωτογραφικήν του μαζίν του, μιαν Nikon F70, καλή φωτογραφική. Η πρώτη του φωτογραφική ήταν μια Nikon F3, η πρώτη του αγάπη τζιαι αξέχαστη. Το πρώτο της ταξίδι ήταν το 1986 στην Καραιβική. Που τότε εν άλλαξε πολλές. Εσυνδέετουν συναισθηματικά μαζίν τους τζιαι επρόσεχεν τες σαν τα παιθκιά του. Ποττέ του εν του εππέσαν χαμέ, ούτε έσταξε κάτι πάνω τους. Άφηννεν τες να πεθανίσκουν ειρηνικά, στα «γηρατιά» τους.

Εφωτογράφιζε το κάθε τι, την κάθε στιγμή, το κάθε καιρικό φαινόμενο, εντυπωσιακές καταστάσεις, αξιοπρόσεκτα άτομα. Ετρόμαζε στο γεγονός ότι επερνούσαν οι στιγμές τζιαι εχάννουνταν στο βάθος του χρόνου, στο παρελθόν, κάπου στο πουθενά. Ήταν τρομοκρατημένος, έβλεπε τη ζωή μπροστά του να περνά τζιαι το θάνατο να έρκεται πιο κοντά, κάθε δευτερόλεπτο. Αγαπούσε τη ζωή. «Αστείο πράμα», εσκέφτετουν. «Όσο πιο πολλά αγαπάς τη ζωή, τόσο περισσότερο φοβάσαι το θάνατο».

Η φωτογραφία ήταν ο μόνος τρόπος να φέρνει το παρελθόν στο μέλλον. Μια πρραγματική μηχανή του χρόνου. Άννοιεν τα άλμπουμς του τα παλιά, τζίνα τα καφέ, τζιαι εξαναζούσε καταστάσεις., ένιωθε, έκλαιε, εχαμογελούσε, εγελούσε. Έβλεπε τυχαίους αθρώπους στις φωτογραφίες του, άσπρους, μαύρους, τζίτρινους, μελαχρινούς, τζαι εσκέφτετουν τι μπορεί να απογίναν τούτοι οι αθρώποι.

«Άραγε πού ενναν τωρά; Τούτος ο Κινέζος, ή μάλλον Ιάπωνας(;), τωρά ίσως να πέρνει την κόρην του σχολείο με το τρίκυκλον του. Τούτος φαίνεται μεσογειακός, μάλλον Ιταλός. Μεγάλος κύριος τωρά, μάλλον κάθεται στην πολυθρόνα του τζιαι θκιεβάζει την εφημερίδαν του, δίπλα που τη γυναίκαν του, η οποία πίννει το τσιάιν της». Ήταν κάτι εξωπραγματικό για τον Φ., μόνο η ιδέα να μπορεί να φανταστεί πως οι αθρώποι στες φωτογραφίες του εμπορούσαν να κάμνουν εκατομμύρια πράματα τζίντην δεδομένη στιγμή. Οτιδήποτε. Τζιαι τούτος εφκήκε νικητής, εκατάφερε να τους κλείσει στην φωτογραφίαν του, να πιάει μιαν στιγμήν που την ζωήν τους, να την κάμει δικήν του τζιαι να μπόρει να την πλάσει όπως θέλει. Μια στιγμή στο παρελθόν των ανθρώπων που εφωτογράφιζε ανήκει του.

«Άμοιροι Κέλτες, εμουρμούραν ώρες ώρες. Εν εξέρατε τη σημασία του να γράφουμε την ιστορία μας. Ενομίσετε ο νους θυμάται τα ούλλα. Αμμα ο νους ξιάννει, το χαρτί όι»

Σαν εγύριζε τις σελίδες του άλμπουμ του, εσκέφτετουν τι εμπορούσε να απέγινε ο Κ. ο Κενυάτης, όταν έππεσε πάνω σε μια φωτογραφίαν του. Εγνώρισεν τον όταν ήσιε πάει στην Κένυα, σε ιεραποστολή, εκτελώντας χρέη φωτογράφου. Ο Κ. ήταν δάσκαλος, αρκετά μορφωμένος. Το όνειρον του ήταν μια μέρα να διδάξει σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ. Ο Φ. εσκέφτετουν αν τα εκατάφερε. «Ούλλα εν πιθανά. Μπορεί τωρά να διδάσκει στους φοιτητές του σε κάποιο μεγάλο αμφιθέατρο, μπορεί ναν με τα κοπελλούθκια του στο πάρκο, μπορεί να εν σε ένα μπαρ τζιαι να πίννει επειδή εχώρισε, μπορεί να επέθανε. Επέθανε; Χαχαχα. Εν πεθανίσκουν οι αθρώποι μου. Έτους δαμέ, ζωντανούς, στες φωτογραφίες μου.», είπεν τζιαι έσφυξεν το άλμπουμ του σφιχτά, σαν να τζιαι αγγάλιαζε τον γιον του.

H φωτογραφική ήταν τζιαμέ, τζιαι τζίνο μάστρος του χρόνου για να πάει ενάντια στο θάνατο τζιαι στη φθορά. Οι αθρώποι στες φωτογραφίες του σπάνια ήταν φθαρμένοι, μόνο ίσως κάποιοι γέροι με το μπαστούνι τους ή κάποιες γρίες με το πι τους, που έφκαλλε καταλάθος. Εν έφκαλλε αθρώπους που εκοντεύκαν στο θάνατο, ούτε αθρώπους μίζερους. «Φωτογραφίζω ότι αξίζει να μείνει στο παρελθόν, τζιαι ο θάνατος τζιαι η μιζέρια, εν ανήκουν πούποτε για μένα», ελάλε συχνά στες διαλέξεις του. Τζιαι γι’αυτό ήσιεν ιδιαίτερη συμπάθεια στους αγωνιστές της ζωής, τζίνους που εμισούσαν το θάνατο όπως τζιαι τζίνος τζιαι επροσπαθούσαν να πιέννουν ενάντια στη σωματική τζιαι νοητική φθορά. Τους ανάπηρους, τους άστεγους, τους νοητικά καθυστερημένους. Όχι όλους φυσικά, όσους εφαίνουνταν ότι, αν τζιαι νικημένοι που τη ζωή, επροσπαθούσαν να την νικήσουν πίσω. Οι φθαρμένοι ηλικιωμένοι, κατά τον Φ. ήταν χαμένοι που σιέρι τζιαι πλέον, στην ηλικίαν τους εν μπορούν να νικήσουν τη θάνατο, τζιαι οι μίζεροι, είχαν γίνει Εωσφόροι τζιαι επολεμούσαν τη ζωή, στο πλευρό του θανάτου.

Ήσιεν ιδιαίτερη συμπάθεια τζιαι εμπάθεια στα μωρά. «Παράξενα πλασματούθκια. Όποτε τα θωρείς γελούν», ήταν μια που τες πιο συχνές του σκέψεις.

Ήταν αγχωμένος συνεχώς, να φκάλει τα πάντα, να μεν του φύει τίποτε. Εν εζούσε το παρών, απλά έθελε στο μέλλον να έσιει τη δυνατότητα να ζει το παρελθόν. «Κάθε άθρωπος ζει το παρών. Ελάχιστοι όμως ζουν το παρελθόν στο μέλλον», έλεγε.

Μια νύχτα στον Τάμεση, όταν το ρολόι του Big Ben έδειχνε 11:41, τον Ιούλη του 1997, σκεφτόμενος ότι τούτη η ημερομηνία εν θα ξαναρτει, όπως τζιαι οποιαδήποτε άλλη, εφωτογράφισε το ρολόι του Βig Ben ακόμια μια φορά. Εχτύπησε το τηλέφωνόν του. Ήταν η γυναίκα του. Έπιαεν τον να του πει ότι έκρουσε μέρος του σπιθκιού τους, μαζίν τζιαι τα άλμπουμ του.

«ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΟΥ!!» Αρκεψε τζιαι εφώναζε. Το παρελθόν του, το παρελθόν του Κ. του Κενυάτη, μαζί τζιαι με τόσες χιλιάδες παρελθόντα, ήσιε χαθεί τζιαι επαραδόθηκε στις πρωταρχικές δυνάμεις της φύσης. Έσυρε την φωτογραφίαν του χαμέ που τα νεύρα του, έγινε κομμάθκια. Έχασε το παρελθόν που εβρίσκετουν μέστα άλμπουμς του, εν ήσιε μάθει να ζει το παρών ποττέ του, πάντα ήσιεν την (ασφαλή, κατά τζίνον) ιδέα ότι μπορεί να ζει τη ζωή σκεφτόμενος το μέλλον, τζιαι το μέλλον εν ήσιε πλέον ουσία αφού εν ήσιε κάτι να ονειρευτεί, εν ήσιε να ονειρευτεί πως κάποτε στο μέλλον θα μπορεί να επισκεφτεί το παρελθόν.

Επίεν στην πιο όμορφη γέφυρα τζιαι επήδησε στον ποταμό, με τα μμάθκια κλειστά τζιαι λουμένος στο κλάμα.

Που τότε εν τον ήβρεν κανένας πούποτε.

Ίσως κάποια στιγμή της ζωής του όμως να υπάρχει σε ένα πίνακα του Ζ. του Ζωγράφου…

18

Έσιει λλίους μήνες που έκλεισα τα 18. Σίουρα εν επρόσεξα μεγάλες αλλαγές. Αν τζιαι η κοινωνία θέλει να θωρεί αλλαγές, εν λογικό πως 18 365ήμερα τζιαι κάτι τις, ζωής μου πάνω στη γη, εν θα άλλαζαν στιγμιαία κάτι. Οι αλλαγές έρκουνται σταδιακά, τζιαι τρομάζουν.

Εσυζητούσαμε με ένα φίλο πως πλέον εν έχουμε κάτι να μας συνδέει τζιαι να μας ενώνει με την παιδική ηλικία. Εφκάλαμεν άδεια, εκλογικό βιβλιάριο, εδοκιμάσαμε τσιγάρο, εφάμε sandwich, επιττόσαμε, εφκάλαμε γένι. Ούλλα όσα εκάμναν οι μεγάλοι τόσον τζιαιρό, τωρά κάμνουμεν τα εμείς. To μόνο που έχουμε εν το σχολείο, τζιαι του χρόνου στο στρατό χάννουμεν το τζιαι τζίνο.

Θεωρητικά δηλαδή. Γιατί πρέπει να κρατήσουμε το παιδικό μας πνεύμα σε ολόκληρη μας τη ζωή.

Σε όλην μου την εφηβεία, επερίμενα τζίντην κρίση που εννα έρτει που ελαλούσαν. Τούτην που εννα σιυλλοφαηθείς με τους γονιούς σου τζιαι εννα γίνεις ένας επαναστατικός ανάρχας. Επερίμενα, τζιαι επερίμενα…ενναρτει λαλώ. Τζιαι εσκέφτηκα το μετά που τζιαιρό πριν λλίες μέρες. τζιαι λαλώ «Ρε μαλάκα εν έζησα κρίση, εν ήρτε, εν θα’ρτει, επήεν η εφηβεία»

Εν τζιαμέ που παθένεις το σιοκ τζιαι μάσιεσαι να σώσεις ό,τι σώζεται. Να κάμνεις πράματα που εν έκαμνες μιτσής, ή πράματα που εν έκαμνες τζιαι εμείναν σου απωθημένα. Ποττέ μου εν έμαθα όργανο ή γλώσσα, τζιαι άρκεψα τα φέτος. Που ήμουν μιτσής εζήτησα της μάνας μου να ζωγραφίσω τους τοίχους του δωματίου μου, τζιαι εν με άφηκε. Εζωγράφισα τους τωρά.

Οι τελειόφοιτοι στο σχολείο μας αρκέψαν τους τελευταίους 2-3 μήνες να παίζουν κάμηλο, σχοινάκι κ.α. Τι είναι τούτο εκτός που την προσπάθεια του αθρώπου να σώσει κομμάθκια που την προηγούμενην του ζωή σαν γίνεται η μετεμψύχωσή του που παιδί σε ενήλικα; Όπως τον γέρο που κλαίει τζιαι πασχίζει να γλιτώσει που τον σαρκικό του θάνατο.

Νιώθω ότι εν το τέλος της ζωής μου όπως τη θέλω. Μάλλον είμαι λάθος. Είμαι βασικά. Εγνώρισα αθρώπους μέστα μπλογκς ή τζιαι έξω που εμάθαν φωτογραφία, όργανα, γλώσσα, ζωγραφική στα 30 τους. Nιώθω ότι στο στρατό τζιαι μετά εν θα μπόρω να κάμνω πράματα. Άρκεψα τα τωρά. Να σώσω ό,τι σώζεται.

Εβιάζεσουν να μεγαλώσεις μαλάκα. Ννα τωρά.

Εν τούτη η κρίση τελικά.

Το παράδοξο του παράδοξου ω παράδοξο

Παράδοξο γενικά χαρακτηρίζεται οτιδήποτε που αντιβαίνει στη κοινή αντίληψη, ή κάτι που συμβαίνει και θεωρείται απίστευτο, σύμφωνα με τη wikipedia. Είναι δηλαδή θεωρητικά φαινόμενα ή ερωτήματα που προκαλούν έκπληξη τζιαι χρησιμοποιούνται αρκετά στη φιλοσοφία.

«Αυτή η πρόταση είναι λάθος» (liar paradox)

Τούτη η πρόταση εν αντιφατική που μόνη της.  Η πρόταση λαλεί μας που μόνη της ότι εν λάθος. Άρα το συμπέρασμα ότι εν λάθος, εν λάθος, άρα η πρόταση είναι σωστή. Τώρα, αν η πρόταση εν σωστή, εν σωστή ότι εν λάθος, άρα εν λάθος. Πάμε ξανά πίσω δηλαδή τζιαι βλέπουμε ότι η πρόταση εν λάθος ότι εν λάθος κ.ο.κ. Ένας φαύλος κύκλος δηλαδή.

Τούτο το παράδοξο εμπνεύστηκεν το ο Επιμενίδης όταν είπεν ότι «Όλοι οι Κρητικοί είναι πάντα ψεύτες», τη στιγμή που τζιαι ο ίδιος ήταν Κρητικός. Άρα ελάλε ψέματα ότι όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες, που σημαίνει πως όλοι οι Κρητικοί λεν την αλήθεια. Μα αν όλοι οι Κρητικοί λεν την αλήθεια σημαίνει ότι σωστά είπε ότι όλοι οι Κρητικοί λένε ψέματα. Αλλά αν λέει ψέματα η πρόταση του εν ισχύει κ.ο.κ.

Το παράδοξο του Πινόκιο


Το παράδοξο του Πινόκιο συνδέεται κάπως με το πιο πάνω παράδοξο. Ξέρουμεν ότι η μύτη του Πινόκιο μεγαλώνει μόνο όταν πει ψέματα. Τι συμβαίνει όταν ο Πινόκιο πει «Τωρά εννα μεγαλώσει η μούττη μου»; Τζίνη τη δεδομένη στιγμή, η μύτη του Πινόκιο δε θα μεγαλώσει, άρα λέει ψέματα. Άρα θα μεγαλώσει, κάτι που σημαίνει πως είπεν την αλήθεια. Αλλά η μύτη του εν θα εμπορούσε να μεγαλώσει αν έλεε την αλήθεια.

Το παράδοξο του Ζήνωνα

(γνωστό και ως παράδοξο του Αχιλλέα και της Χελώνας)

Εν ο Αχιλλέας τζιαι η Χελώνα τζιαι βάλλουν κόντρα στο τρέξιμο. Η Χελώνα ξεκινά 100 μέτρα πιο μπροστά που τον Αχιλλέα τζιαι ο Αχιλλέας είναι 10 φορές πιο γλίορος που τη Χελώνα. Το παράδοξο λέει πως ο Αχιλλέας εν θα καταφέρει ποττέ να προσπεράσει τη χελώνα.

Όταν η Χελώνα κάμει 110 μέτρα, ο Αχιλλέας θα έσιει κάμει 100, όταν η Χελώνα κάμει 111 μέτρα, ο Αχιλλέας θα κάμει 110. Όταν η Χελώνα κάμει 111.1 ο Αχιλλέας θα κάμει 111. Όταν η Χελώνα κάμει 111.11 ο Αχιλλέας θα κάμει 111.10, τζιαι πάει τζιαι πάει αλλά ποττέ εν την φτάννει.

Το ίδιο συμβαίνει όταν θεωρούμε ότι ένας τοξοβόλος ρίχνει ένα βέλος τζιαι το βέλος καλύπτει τη μισή της προηγούμενης του απόστασης μέχρι να φτάσει στον στόχον του. Τελικά φαίνεται ότι ποττέ εν φτάννει το στόχον του, αν το θέσουμε έτσι. Αν η απόσταση είναι 10 μέτρα, θα φτάσει στα 5, μετα στα 2.5, μετα στο 1.25, μετα στο 0.625 κ.ο.κ.

Το παράδοξο της παντοδυναμίας

Είναι η εξής ερώτηση: Μπορεί ένα παντοδύναμο ον να δημιουργήσει μια πέτρα που εν μπορεί να σηκώσει;

Που τη στιγμή που εν παντοδύναμο ναι. Αλλά γιατί να μεν μπορεί να τη σηκώσει;

Εν μπορεί; Τότε έννεν παντοδύναμο.

Το παράδοξο του Κουρέα

Είναι ένα χωριό που έσιει μόνον ένα κουρέα τζιαι οι άντρες κάτοικοι του έχουν θκυο επιλογές:

-Θα κουρευτούν μόνοι τους

Η

-Θα παν στον κουρέα

Όποιος ξυρίζεται μόνος του, δεν πάει στον κουρέα. Όποιος πάει στον κουρέα, δε ξυρίζεται μόνος του.

Το ερώτημα είναι: Ποιος κουρεύκει τον κουρέα; Αν τα κουρεύκει ο ίδιος ο κουρέας, τότε εν τα κουρεύκει ο κουρέας, Αν δεν τα κουρεύκει ο κουρέας, τότε κουρεύκει τα ο κουρέας.

Το δίλημμα του κροκόδειλου

Ένας κροκόδειλος(A) δανείζεται έναν μικρό κροκόδειλο(Γ) που τον τζιύρην του Γ (B). O A υπόσχεται να επιστρέψει τον Γ στον Β, αν ο Β μαντέψει σωστά τι θα κάμει ο Α. Τι γίνεται αν ο Β μαντέψει ότι δεν θα του επιστραφεί ο Γ; Αν μαντέψει σωστά ότι εν θα του επιστραφεί, δεν θα του επιστραφεί. Αλλά τζίνο που εμάντεψε ο Β ήταν το ίδιο με την πρόθεση του Γ.  Κανονικά θα έπρεπε να του επιστραφεί αφού εμάντεψε σωστά, όμως εν του επιστράφηκε, όμως το γεγονός ότι εν του επιστράφηκε κάμνει την πρόθεση του Γ ίση με το τι εμάντεψε ο Β.

Αν μαντέψει ότι δεν θα του επιστραφεί τζιαι επιστραφεί του τότε πάλε παει Χ, αφού θα του επιστρέφετουν μόνο σε περίπτωση που εμάντευκε σωστά.

Το παράδοξο της στήλης άμμου

Δεχόμαστε ότι:

α) Όταν έχουμε συνάμενους 1 εκατομμύριο κόκκους άμμου, τότε αυτοί διαμορφώνουν ένα βουναλλούι, μια στήλη άμμου.

β) Όταν φκάλουμε ένα κόκκο που το βουναλλούι, θεωρείται ακόμα βουναλλούι.

Που τη στιγμή που δεχόμαστε το β), ως κάτι συνεχές, πότε σταματά να θεωρείται βουναλλούι; Μπορεί να φτάσει μέχρι τον 1 κόκκο άμμου, ή μέχρι το τίποτε, κάτι που εν θεωρείται βουναλλούι.

Schrondinger’s Cat

Ο Schrondinger εσκέφτηκεν το σενάριο να κλείσουμε μια γάτα σε ένα κουτί τζιαι να απελευθερώσουμε έναν αέριο που έσιει 50% πιθανότητες να σκοτώσει τη γάτα. Πριν να ανοίξουμε το κουτί να δούμε τι απέγινε η γάτα, θεωρούμε ότι η γάτα είναι ίσα ζωντανή τζιαι πεθαμένη.