I love you τζιαι τα άλλα ούλλα εν πελλάρες

Ξέρω ότι ξέρεις το, εν με κοφτει.
Εννα συνεχίσω να σου το λαλώ.
Ξέρω ότι ίσως εβαρέθηκες να το ακούεις, εν με κόφτει.
Εννα συνεχίσω να σου το λαλώ.
Ξέρω ότι αλλο λλίον να σε πιάει η καθηγήτρια που σου έστειλα μήνυμα μεστην τάξη τζιαι είπα σου το , εν με κόφτει.
Εννα συνεχίσω να σου το λαλώ.
Ξέρω ότι έφαα κάμποσα λεφτά απλά για να σου το λαλώ, εν με κόφτει.
Εννα συνεχίσω να σου το λαλώ.
Ξέρω ότι έσιει νύχτες που εν σε αφήννω να τζιμιθείς επειδή λαλώ σου το συνέχεια, εν με κόφτει.
Εννα συνεχίσω να σου το λαλώ.
Ξέρω ότι πρίετε σου η μάνα σου για μέναν, εν με κόφτει.
Εννα συνεχίσω να σου το λαλώ.

Η στετέ

Το πάρακάτω ποιήμα του Δημήτρη Λιπέρτη κάμνουμεν το τωρά στο σχολείο τζιαι επειδή άρεσεν μου πολλά, βάλλω το δαμέ. Αν τζιαι εγράφτηκεν πριν 100 περίπου χρόνια, εν επίκαιρο. Μιλά η γιαγιά στην εγγονήν της τζιαι λαλεί της για το ντύσιμον της. Όι μόνον τζίνης αλλά τζιαι της νεολαίας γενικά.

Η στετέ

Τούτα τα ρούχα πώκαμες τζι ακρόστηκες του νου σου
Μεν τα φορής τζι εν αντροπή,
Όποιος σε δη ‘νταν πων να πη;
Φόρηννε του πρεπού σου.

Χογλοκοπώ σγιαν σε θωρώ να ρέσσης π’ ομπροστά μου
Εγιώ ‘ν είδα έτσι κακόν
Νάχουσιν τόσον τιτσιρκόν
Ταγγόνια, τα παιδκιά μου.

Κοπέλλες ήμαστιν τζι εμείς του στόλου — καλή ώρα
Σγιαν είστ’ εσείς, κόρη, τορά —
Σαγιάν τζιαι σάρκαν μια χαρά
Τζι εμύριζεν η χώρα.

Τζι όι κλατσούνια αζαγιές, μανίτζια που φεντζιάζουν
Εν κάλλιον για την κορασιάν
Νάσ’η μιαν άλλην φορησιάν,
Ρούχα που να ταιρκάζουν.

Εσείς του τορινού τζ’αιρού κάμνετε τους σκαπούλλους
Να μεν έχουσιν αναπάν,
Να μεν ηξαίρουν που να παν
Λαώννετέ τους ουλλους.

Θέλω σε νάσαι νούσιμη, με τσίππαν, προκομμένη,
Για μέναν εν παρηορκά
Νάσαι βκιολέττ’ αντροπιαρκά
Στα φύλλα σου χωσμένη.

Να σε θωρουν τζιαι να δικλάς χαμαί, να κοτσ’ινίζης
Σγιαν κοτσ’ινίζει τζι η αβκή
Ίσια την ώραν πων να φκει
Τζι εσού να ξιφωτίζης.

Κογκάς, μα με τηδ δύναμιν Θεού, με τες ευτσιές μου
Ύστερις πων να σπιτωθής
Να δης πως εν ν’ αθθυμηθής
Τζιαι τες παραντζιελιές μου.

Η Ισαβέλλα #3

CYTA λαλούν σου.Ήρταν να μας αλλάξουν τα σύρματα του τηλεφώνου τζιαι εκόψαν το σύρμαν του ίντερνετ. Εκάμαν τζιαι 3 μέρες μόνο να έβρουν σύρμα που να τερκάζει με το modem μου.

Εμπάσιγουέι,

Ήταν η ημέρα του Αγιού Βαλεντίνου, την μέραν που φέφκουν ούλλα τα μπουλουκκούθκια που τα ράφκια, που εκανονίσαμεν να βρεθούμεν με την Ισαβέλλα. Είπεν μου ότι έθελεν να πάμεν mall, κατα τες 6:30 , για να προλάβει να πάει τζιαι λλίον καταστήματα. Ήταν να μου άρεσεν να επιένναμεν κάπου αλλού. Αλλά επειδή εν λαλώ ποττέ όι σε γιενέκα, εσυμφώνησα να πάμεν. Πρώτη μου έξοδος με κάποιαν, πρώτον μου «ραντεβού». Η καρδία μου εχτύπαν σαν να τζιαι ήταν να πάω να δώκω εξετάσεις ιστο Χάρβαρτ. Εμέτρουν δευτερόλεπτο-δευτερόλεπτο την ώρα ώς τες 6. Εθώρουν τζιαι εξαναθώρουν τες φωτογραφίες της μέστο hi5 τζιαι την ίδιαν ώραν εμιλούσαμεν με sms. Ήσιεν που το καλοτζιαίρι να φάω 10 ευρώ σε 3 μέρες. Εν εχόρταννα να την θωρώ, ούτε να της μιλώ. Εθεώρησα τον εαυτόν μου τυχερόν που εγνώρισεν τούντην κοπέλλαν, που είδα εντελώς τυχαία, τζιαι τζίντην νύχταν ήταν να φκει μαζίν της.

Τζι’ενώ ονειρεύκουμουν όξυπνος τι εννα κάμω πόψε που εννα βρεθούμεν, αθθυμήθηκα ότι άδειαν εξόδου που το σπίτιν εν έπιαα! Όι πως ήταν να μου πουν όι αλλα έπρεπεν να το ξέρουν οι γονιοί μου, άλλοι ταξιτζίες, ότι εννα φκω. Επία στον παπάν μου, είπα του ότι εννα φκω με θκυο φίλους μου πόψε, γιατί αν του ελάλουν ότι ήταν να έφκαιννα με καμιάν κορούα ήταν να αρκέψει: πόθθεν ένει; πού την ήβρες; γιατί την ήβρες; εν καλή; έσιει βυζίν; η μάμμα της ίνταμπου λαλεί; Εν που ενδιαφέρον που ρωτά τζιαι εκτιμώ το πολλά, αλλά ντάξει, εν μου αρέσκει. Όπως τζιαι κάθε φοράν που εννα πάω κάπου, έτσι τζιαι τωρά, εχάρηκεν.

Το ρολόιν έδειχνεν 5:30. Άτε, εν ώρα μου, είπα. Επία έκαμα μπάνιον, έβαλα πουκάμισον τζιαι τζιν, ελούθηκα τες κολώνιες τζιαι τα αποσμητικά, έκαμα τα δόντια μου θκυο φορές, έλειψα το μισόν μπουκκαλούιν jelly, έβαλα φακούς τζιαι ίσιωσα ιστο αυτοκίνητο. Εστράφηκα πίσω. » Εν ημέρα του Βαλεντίνου ρε γάρε, εν θα της πάρεις τίποτε;», είπα του εαυτού μου. Άτε τωρά, τι να της έβρω. Έπιαα έναν μπρελόκ-καρδία που είχα μέστο κομοτίνον μου.»Παρά τίποτε, ας εν τζιαι τούτο» Επία 6 τζιαι 25. Είπα της ότι έφτασα τζιαι πού εννα την περιμένω. Περνούν 5 λεπτά,7,10,13,15. Ώσπου επερνούσαν τα λεπτά αγχώννουμουν τζιαι παραπάνω. Περνά αλλόναν λεπτόν, έτην! Εφκήκεν που το αυτοκίνητον με χαμόγελον, εσιαιρέτησεν με με χαμόγελον. Σαμπώς τζιαι κάποιος της το εζωγράφισεν τζιαι εν πάντα πάνω της.

Πάω κοντά της…
-Μόνον τα φτερά σου λείπουν, είπα της.
-…, εν είπεν τίποτε. Εγέλασεν.
-Εν σοβαρά που σου λαλώ!
-Χεχ, ευχαριστώ, είπεν για ακόμα μια φοράν με χαμόγελον. Άτε, έλα πάμεν λλίο στα καταστήματα τζιαι άρκησα. Έπιασεν με που το σιέρι τζιαι επίαμε.

Ό,τι γεναιτζίσιμον κατάστημαν ήσιεν μέστο mall,εν τζιαι πολλά τα γέριμα, επήρεν με. Στα παραπάνω ήμουν ο μόνος αρσενικός τζιμέσα. Στα πρώτα θκυο ερώταν με αν τα ρούχα κλπ ήταν ωραία πάνω της, στα άλλα ούλλα ερώταν τες πωλήτριες τζιαι όι εμέναν, αλόπως επειδή ελάλουν της για ούλλα ότι ήταν ωραία πάνω της. Το συναίσθημαν πάντως να την συνοδεύω ήταν εξαιρετικό. Όσα ρούχα τζι’αν είδεν τζιαι εδοκίμασεν, εν έπιαεν τίποτε.

Εποσκολιστήκαμεν κανέναν μισάωρον στα καταστήματα. Ύστερα επίαμεν πάνω, επίεν ολόισια στο cinema, ήταν 7 τζιαι 15 τζιαι η ταινία που έθελεν να δει άρκεψεν η ώρα 7. Επλήρωσα θκυο λεπτά τα εισητήρια τζιαι εμπήκαμεν μέσα. Ήταν το The Curious Case of Benjamin Button με τον κάφκον της Τζιολί, τον Μπραντ Πιτ. Είχα τες αμφιβολίες μου για το αν θα μου άρεσεν , παρ’όλον του ότι άκουσα πολλά καλά σχόλια. Ήβραμεν θκυο θέσεις τέλλια πάνω,σταν άκρια. Ήμουν ενθουσιασμένος. Ήταν η πρώτη φορά που επία να δω ταινία μόνος μου με κοπέλλα, τζιαι ποιαν κοπέλλαν, την Ισαβέλλα. Ξεκινά η ταινία, τζιαι με το που περνά το πρώτον τέταρτο, φαίνεται μου ενδιαφέρουσα. Επροσπάθησα να μεν αφαιρεθώ που την Ισαβέλλα τζιαι να αφοσιωθώ στην ταινία. Έπρεπε να της δώκω σημασία. Εν το εκατάφερνα. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι. Κάτι να της πώ, κάτι να κάμω, κάτι, κάτι. Για να μεν νομίσει ότι εν της διω σημασία. Αποφάσισα να της πιάω το σιέρι.

Μέσα σε 5 λεπτά εγίνετουν πόλεμος μέσα μου. Να της το πιάω ή όι; Εννα της αρέσει οξά εννα αντιδράσει; Τελικά αποφάσισα να της το πιάω, αφού αν δεν της το έπιαννα εν θα εκέρδιζα τίποτε, το πιο πιθανόν ήταν να έχαννα. Έπιασα της το. Εν αντίδρασε! Εγύρισεν, εχαμογέλασεν μου.

-Αρέσκω σου; ερώτησεν με
-Όι, αγαπώ σε.

Εννοούσα το, ήταν που τες λλίες φορές που είπα την λέξην «αγαπώ» τζιαι εννοούσα το. Τζίντην στιγμήν έφκαλα τζιαι το μπρελόκ-καρδία που την τζιέπην μου τζιαι έδωκα της το. Έδωκεν μου έναν φιλί στο μάγουλο. «Είσαι πάρα πολλά καλός. Αρέσκεις μου. Πολλά.», είπεν μου.» Εχώρισα πριν κανέναν μήναν τζιαι τωρά είμαι μόνη μου…ε τζιαιι…θέλεις ναα…». «Θέλω άγγελε μου, θέλω»,είπα της.

Ώσπου να τελειώσει η ταινία, η οποία τελικά ήταν εκπληκτική, εν της άφηκα το σιέριν της, ούτε τζίνη το δικόν μου.

Αγαπώ σεε…

Η Ισαβέλλα #2

Την επομένην που έπιαα το τηλέφωνόν της, ενόμιζα ότι ήταν να με γράψει κανονικά τζιαι έπρεπεν εγώ να χρεωθώ τζιαι να της στείλω μήνυμαν. Τελικά, έστειλεν μου τζίνη. Τωρα ινταμπου θέλει τούτη; Ήβρεν έναν αθκιασερόν να μιλά; Θέλει φίλον; Θέλει να ανακαλύψει ποιου εν τούτον το άγνωστον mobile πάστο κινητόν της; Εν ήταν το τρίτον ευτυχώς, εμείναν τα άλλα θκυο. Είπαμεν τα τυπικά, hi γεια σου καλα τι καμνεις ιντα νεα, ξέρω γω κλπ κλπ. Ύστερα «έβαλεν μου τες φωνές» επειδή εν επία να δω την Μαρίαν,η οποία κατα έναν παράξενον λόγον έθελεν να με δει,είπεν μου, τζιαι απάντησα της ότι μετά που ετέλειωσεν η ταινία εγύρεψα την αλλά εν την ήβρα. Όι πως εχώννουμουν άμπα τζιαι δει με αλλά ντάξει.

Επίεν ποδά η συζήτηση, επίεν ποτζί, εμιλούσαμεν καμποσην ώραν, εγνώρισα την καλλύττερα τζιαι ελπίζω τζιαι τζίνη εμέναν. Μιαν φάση ρωτά με:
– Τι εννα κάμεις στο Valentine’s Day;
– Εε πούποτε,αφού εν έχω βαλεντίνα, τζιαι οι φίλοι μου εννα παν με τις κοπελλούες τους, εννα μείνω σπίτι. Εσύ;
– Χμμ…Εγώ μάλλον εννα πάω πούποτε με καμιαν φίλην μου, αλλά ένιξερω ακόμα σίουρα . Εσύ πως τζιαι εν έσιεις κοπελλούα;
– Ε, εν έτυχε…Εσύ έσιεις φίλο;
– Μάνα μου ρε…Εν κρίμα να μείνεις σπίτιν έτσι μέρα πάντως. Ούτε εγώ έχω όι :(
– Χεχ, ε για να μεν μείνω θέλεις να πάμεν κάπου οι θκυο μας;;(Έσβησα το τζιαι εξανάγραψα το 6 φορές τούντο μήνυμαν ώσπου να της το στείλω)
-Εν έχω πρόβλημα, ΟΚ :D

Αμέσως εναν εξόγκωμαν εφάνηκεν στο παντελόνι στην θέσην του φερμουάρ τζιαι το χαμόγελον μου επίεν ως τα φκια μου.

Εκανονίσαμεν να βρεθούμεν πόψε τζι’ότι προκύψει…

Ιησούς Χριστός ο Κυπραίος

Αν εγεννιέτουν σήμμερα ο Χριστός:

10 μήνες πριν η Μαρία μείνει έγκυος το περιοδικό OK! παρουσιάζει στοιχεία, τα οποία υποστηρίζουν την εγκυμοσύνην της, ενώ η Μαρία θα εκάθετουν στο Le cafe να τα λαλεί με τες φίλες της. Ήταν να ήσιεν μάλιστα, ειδικόν αφιέρωμα στην Εκκλησία, όπου εννα υπήρχεν τζιαι υποτιθέμενη συνέντευξη Του, η οποία θα έλεγεν ότι η γέννηση Του, εν θα αρκήσει να έρτει. Το αφιέρωμα τζιαι ειδικά η συνέντευξη γίνεται αντικείμενον συζήτησης σε ούλλα τα κκαφέ τζιαι τα καφενεία της Κύπρου. Ο Εκπρόσωπος Τύπου της οικογένειας διαψεύδει κατηγορηματικά τα όσα ακούγονται τζιαι δηλώνει πως ο Ιωσηφ και η Μαρία, αν τζιαι θέλουν ένα παιδί, εν πιστεύκουν ότι μπορούν να το μεγαλώσουν. Σε εισήγηση-ερώτηση δημοσιογράφου η οποία έλεεν ότι μπορούν να προσλάβουν μαυρού, ο δημοσιογράφος δεν έλαβε καμίαν απάντηση.

Την επομένην, ο Αρχιεπίσκοπος δηλώνει: «Η συνέντευξις ήτω πέρας για πέρας αληθινή. Δεν μπορούν να εκφραστούν αμφιβολίες μιας και ειμί παρευρισκόμεθα εις εκείνην. Και να ξέρετε, καιρός γαρ εγγυς». Αμέσως οι μετοχές της Εκκλησίας στο χρηματιστήριο ανεβένουν κατακόρυφα γιατί υπολογίζεται ότι μετά την γέννηση Του, θα ανεβούν ακόμα παραπάνω. Η Εκκλησία δηλώνει ότι οι προφητείες για τον ερχομό Του, βγαίνουν σωστές. Δίνει τα συγχαρητήριά του στο περιοδικόν OK! το οποίον έδωσεν στη δημοσιότητα πως ο Κύριος έρχεται. Επίσης,διά δώρο σε όλους τους αρθρογράφους του περιοδικού μιαν εμφάνιση ως μοναχοί ή μοναχές σε σειρά του Τσιάκκα. Ο Εκπρόσωπος Τύπου της οικογένειας συνεχίζει να καταγγέλλει την Εκκλησία για την στάση της, λέγοντας ότι αυτά που λέει ίσως κάνουν τον Κύριο να αλλάξει γνώμη και συνεπώς η Μαρία να μεν μείνει έγκυος, κάτι που θέλει πολλά. Επίσης, δηλώνει πως σε περίπτωσην εγκυμοσύνης η οικογένεια αποφάσισεν να προσλάβει τουρκοκύπρια για την φροντίδα του μωρού, έτσι ώστε μαζίν με την φροντίδα να διά το παράδειγμαν συναίνεσης τζιαι συμφιλίωσης με τους τουρκοκύπριους.

Έναν μήναν μετά,το κανάλλι Σίγμα φκάλλει αποκλειστικήν τζιαι πρωτοφανής, όπως λαλεί, είδησην η οποία παρουσιάζει στοιχεία και προφητείες οι οποίες λαλούν για τον ερχομόν Του στην Γή. Το κανάλλι τονίζει συνεχώς ότι εν η είδηση εμεταδώθηκεν πρώτα που το ίδιο, τζιαι όι που το περιοδικό, το οποίον έφκαλεν την έναν μήναν πριν.

Τζιαι ενώ ο κόσμος απορεί για το αν οι φήμες για την εγκυμοσύνην αληθεύουν, την επόμενη μέρα, o ΑΝΤ1, διακόπτει την σειράν «Χουάν ο παρθένος» για να προβάλει έκτακτον δελτίον ειδήσεων στο οποίον ο Εκπρόσωπος Τύπου της οικογένειας Μαρίας και Ιωσήφ, ανακοινώνει πως πράγματι η Μαρία εν έγκυος. Αμέσως δεκάδες πολίτες πέρνουν τηλέφωνο στον σταθμό για να εκφράσουν τα παράπονα τους για την διακοπήν της σειράς.

Η Ισαβέλλα

Εμπήκεν μέσα, αμέσως τα μμάθκια μου αυτόματα εντοπίσαν την τζιαι εστραφήκαν πάνω της. Εφκήκαν που την θέσην τους που το θέαμαν που είδαν τζιαι οι μούγιες εκάμναν γυρούς μέστο στώμαν μου τόσην ώραν που ήταν ανοιχτόν. Πρώτην φοράν είδα έτσι πλάσμα. Ψηλή, κάπου στο 1.70,λεπτή,με ωραία μμάθκια τζιαι βλέμμα,γλυτζιάν φατσούα, πλούσια μπαλκόνια τζιαι κωλομέριν. Εν φαίνεται να εφώρεν σουτιέ. «Εννα σιεις να φκάλλεις ένα πράμα πιο λλίο πόψε», εσκέφτηκα, «Έθελες πολλά», εξανασκέφτηκα. Όσην ώραν ήμουν τζιαμέ εν έφυα τα μμάθκια μου που πάνω της. . Εθώρουν την τζι’εξαναθώρουν την, εν εχόρταννα. Επρόσεχα να μεν γυρίσει να δει ότι την θωρώ, γιατί αν με εθώρεν ήταν να γίνω πιο κότσινος τζιαι που την Κούλλαν του Φιρφιρή άμαν τρώει γουασάπι. Ούτε που επρόσεχα τι ελάλεν η παρέα. Εθώρουν την. Εξαναθώρουν την. Επροσπάθουν να καταλάβω τον χαρακτήραν της, αμπα τζιαι απάταν με το εξωτερικόν της, για το αν εν καλή κορούα. Εφένετουν αντροπιάρα. Κορούα με αρχές τζιαι καλήν οικογένειαν. Πρέπει να’ταν στην ηλικίαν μου, μπορεί τζιαι κανέναν χρόνον πιο μιτσιά. Εφένετουν επίσης τζιαι πολλά προσιτή. Άλλαξα την εικόναν της στον νουν μου. Εν ήταν τζιντο τσουλέ στυλ, ούτε ψώνιο που ενόμισα ότι ήταν όταν την επρωτοείδα. Τέλλια το αντίθετο. Ίσως τζιαι να μεν της άρεσκεν που ήταν τόσον ωραία. Εν εφένετουν πάντω καθόλου μίζερη.

Εφένετουν σαν να τζιαι επερίμενεν κάποιον. Ε, λογικό. Εν γυρίζει πλάσμαν μεστο mall μόνον του κάμνωντας απλά γυρούς. Πιθανών τες φίλες της, που εν θα ήταν παραπάνω που θκυο. Τον φίλον, ένιξερω γιατί, απόκλεισα τον. Εν μου εφάτσαρεν να έσιει φίλον. Τα λεπτά επερνούσαν, τζιαι τζίνος που επερίμενεν εν έρκετουν. Επίεν να κατεβεί τες σκάλες. Ήρτεν μου η ανάγκη να πάω να της μιλήσω τζιαι να την γνωρίσω. «Ατε ρε μαλάκα, this is your chance» εσκέυτηκα. Αλλά αφού αντρέπομουν τζιαι εφοούμουν. Εν εξαναβίωσα έτσι φάση.»Χέστα», είπα. Τζιαι αφού έπιαα εναν παρεάν μου, εσηκώστηκα να πάω να της μιλήσω. Στα μισά της διαδρομής είπα του να στραφεί πίσω. Έθελα να το κάμω μόνος μου. Έν ήξερα τι να της πω. Κάτι ήταν να σκεφτώ όμως. Ό,τι αρλούμπαν σκεφτώ. Ότι να’ναι. Φτάννει να της μιλήσω. Έπία. Έβλεπεν κάτι βιτρίνες. Εχτύπησα της απαλά στον ώμο.

-Γεια σου!
-Γεια…
-…
-…
-Είσαι η φίλη της Μαρίας; (Ό,τι πελλάραν μου έρκετουν ελάλουν)
-;;Ποιαας Μαρίας;
-Τηης,εεε, εν Θεοδούλου το επίθετον της νομίζω.
-Εε ένιξερω καμιαν Μαρίαν Θεοδούλου
-Χμμ…επειδή φαίνεσαι μου γνωστή τζιαι νομίζω είδα σε κάποιες φορές μαζίν της.
-Εε Θεοδούλου Μαρίαν ένιξερω. Μόνο Μαρία Χαραλάμπους.
-Αα ναι εν Χαραλάμπους που την λαλούν!
-Πού την ξέρεις;, είπεν μου νάκκον χαμογελαστά.
-Εν στην γειτονιάν μου, είπα της επίσης χαμογελαστά
-Εε η Μαρία εν στην ίδιαν γειτονιάν μαζίν μου. Ήταν να σε ξέρω! Εγέλασεν.
-Εε ναι, εμετακόμισα πριν 2-3 χρόνια. Ίσως να μεν με θυμάσαι.
-Εν σε θυμούμαι πάντως. Το όνομαν σου;
-Misharos. Το δικόν σου;
-Ισαβέλλα, χάρηκα!
-Ωραίον όνομα. Χάρηκα. Βρέθεστε με την Μαρία;
-Ε ναι κάμνουμεν πολλήν παρέα. Όπου τζιαι να’σαι εννα ρτει. Περιμένω την…
-(Αμάναμου έκατσα πάνω) Αα μάλιστα. Ευκαιρία να την δω τζιαι γω.
-Εν βρέθεστε α;
-Εε όι, έτσι τυχαία που τζιαι που.
-Α, μάλιστα

Ως δαμέ ευτυχώς εδιατηρήθηκα ψύχραιμος, ως προς το ότι εμίλουν σε μιαν κοπέλλαν που με εντυπωσίασεν.

Παίζει το τηλέφωνον της.

-Κόρη έρκεσαι;, ερώτησεν την
-…
-Καλααν φκέννω έξω σε λλίο.

-Έρκεται η Μαρία, είπεν μου.
-(Τι να κάμω, τι να κάμω, τι να κάμω. Σκέφτου ρε!) Ωραία!
-Μα πόσον τζιαιρόν έσιει να την δεις;
-Εε ένα-θκυο μήνες.

Κάμνω ότι χτυπά το κινητόν μου τζιαι απαντώ το.

-Ελα ρε πού είσαι; Αρκέφκει η ταινία; Ντάξει ρε θκυο λεπτά. Έρκουμαι…
-Ήρτες με φίλους σου;
-Ναι, ναι. Άτε, πρέπει να πάω τζιαι εννα αρκέψει η ταινία. Να σου δώκω το τηλέφωνον μου να με πιάεις άμαν εννα έρτει η Μαρία για να ρτω να την δώ; (εν το τελευταίον πράμαν που έθελα τζίντην στιγμή)
-Ναι,ναι.
-99******. Το δικό σου;
-97******. Πιάσμε άμαν φκεις που το cinema.
-Oκκέι

Ολλεε επιαα το mobile της.
Επία πάνω, έκλεισα το κινητόν, απόλαυσα την ταινίαν μου τζιαι που αύριον αρκέφκω δράσην με την Ισαβέλλα.

Family moments


Mishare, το μεσημέριν εννα πάμε στα Λεύκαρα, είπεν μου η μάνα μου το πρωί. Αμέσως εχαμογέλασα με τες άκρες του στόματός μου για να μεν καταλάβει ότι σιέρουμαι για έτσι πράμα.

Οι οικογενειακές εξορμήσεις αρέσκουν μου πολλά. Μέστην νευρικότητα τζιαι το άγχος της καθημερινής ρουτίνας που υπάρχει μέσ’το σπίτι δίνεται η ευκαιρία στην οικογένεια να ανακαλύφτει. Να ανακαλύψει ο καθένας ποιοι πραγματικά εν τούτοι που μοιράζεται το αίμαν του.

Άμαν πάω εν έχω κάτι να κάμω, ούτε να μιλήσω με κανέναν μιας τζιαι οι γονιοί μου τζιαι τα αδέρφκια μου εν τελείως ανημέρωτοι τζιαι άσχετοι με τούτα που ασχολούμαι. Όμως δίνεται μου η ευκαιρία να εύρω κάτι κοινό μεταξύ μας. Τζι’αν δεν έβρω εν με κόφτει. Κόφτει με ότι είμαι μαζίν με την οικογένεια μου, τζιαι σε λλία χρόνια που εννα φύω που σπίτι, εν τούντες στιγμές που εννα θυμούμαι τζιαι να νοσταλγώ.Μπορεί τα θέματα που συζητούμε να τα θεωρώ ανώριμα, όμως ούτε τούτο με πειράζει. Εν το αφήννω να με κάμνει να νιώθω άσιημα.

Θεωρώ το παλαβό τζιαι ούτε που διανοούμαι να πω «Ίνταλως εν έτσι ο παπάς μου/η μάνα μου/ο αρφός μου/η αρφή μου», γιατί έσιει που εν έχουν καν οικογένεια. Στο σπίτι που επίαμεν ήσιεν μιαν κοπέλλα 16-17 χρονών, που η μάνα της επέθανε στη γέννα, τζιαι ο παπάς της εν εμπορούσεν να την μεγαλώσει, τζιαι έφυεν τζιαι αφήκεν την. Μεγαλώννει την η γιαγιά της με την βοήθεια του κράτους.

Οπόταν, προσπαθήστε να ζήσετε όσον καλλύτερα γίνεται την οικογένεια σας, πριν να μεγαλώσετε, γιατί τότε τα πράματα αλλάσσουν.
Τζι’αν εμεγαλώσετε τζιαι νομίζετε ότι εν αργά, κάμνετε λάθος.
Πιάστε τους γονιούς σας τζιαι πάρτε τους ένα γυρό, γυρό του σπιθκιού, γυρό της γειτονιάς, γυρό με το αυτοκίνητο, γυρό της Κύπρου, ότι να’ναι.
Πιάστε τα αδέρφκια σας, πιέννετε Πρωταρά ένα καλοτζιαίρι, κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά, με το διαστημόπλοιο στον Άρη.
Όπου να’ναι ρε γαμώτο!
Nα δείτε πόσο θα τους αρέσει…
Τίποτε εν μπορεί να εν καλύτερο που κάποιες στιγμές με την οικογένεια σας.
Κάμετε το πριν έρτει η στιγμή που πραγματικά εννα εν αργά.
Γιατί life is so short ρε guys…