Πάυλος Λιασίδης – Για τον άνθρωπο του τρεις σιηλιάες

“Έχω κορμίν πολλά παλιόν, μα νουν του νέου κόσμου,

στες τρεις σιηλιάες τζι’ αν πλαστείς, είσαι συνότζιαιρος μου”

Παύλος Λιασίδης (1901 – 1985)

Μέσα σε δύο στίχους, ο Λυσιώτης λαϊκός ποιητής Παύλος Λιασίδης καταφέρνει να αποτυπώσει θεμελιώδεις αρχές της φαινομενολογικής σκέψης: τη χρονικότητα του όντος, τη συνύπαρξη νου – σώματος, και την οικουμενικότητα της ανθρώπινης συνείδησης.

Αρχικά, ο Λιασίδης εκφράζει πώς το σώμα και ο νους μπορούν να βιώνονται διαφορετικά. Αντιλαμβάνεται το σώμα ως κάτι το οποίο μπορεί να φθαρεί και να χαρακτηριστεί ως ‘παλιό’, και τον νου ως κάτι το οποίο μπορεί να ταυτιστεί με τον ‘νέο κόσμο’ και να μετέχει σε αυτόν, μέσα σε μια χρονικότητα η οποία υπερβαίνει το παρόν, επεκτεινόμενη προς το μέλλον και το παρελθόν.

Σε αντίθεση με το σώμα ως αντικείμενο το οποίο δεν έχει επιλογή παρά να παραδοθεί στη φθορά που φέρνει το πέρασμα του χρόνου, η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί να ταυτιστεί με όντα τα οποία προηγούνται ή το ακολουθούν χρονικά και τα οποία εκφράζουν την ανθρώπινη συνείδηση στο σύνολό της. Έστω και όταν φθαρεί και ‘παλιώσει’ το σώμα, η ανθρώπινη συνείδηση, όπως την εκφράζει ο Λιασίδης, έχει την ικανότητα να αποτελεί κομμάτι του ‘νέου κόσμου’.

Φυσικά, το γεγονός ότι κάποιος έχει ‘κορμίν πολλά παλιόν’ δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να ανήκει στον ‘νέο κόσμο’. Ακολουθώντας τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, η ίδια η γνώση της φθοράς και του επικείμενου θανάτου είναι αυτή που προσδίδει αυθεντικότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο θάνατος δεν αποτελεί κάτι το οποίο φανερώνεται ως γεγονός το οποίο βιώνεται στο τέλος, αλλά βιώνεται καθημερινά ως ‘κάτι το οποίο δεν έχει έρθει ακόμη’. Ως εκ τούτου, δεν είναι το ‘είναι’ που πεθαίνει (καθώς το ‘είναι’ δεν μπορεί να βιώσει τον ίδιο του τον θάνατο), αλλά το είναι-προς-θάνατον για το οποίο ο θάνατος έχει πραγματωθεί και άρα δεν αποτελεί πλέον κάτι το επερχόμενο.

Βέβαια, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το σώμα μας στο σύνολό του ως απλώς ένα αντικείμενο το οποίο φθείρεται όπως ένα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο. Το σώμα μας στην ολότητά του αποτελεί πρωταρχικά το θεμέλιο της πρόσβασής μας στον κόσμο και την κατανόηση αυτού. Κατά τον Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, η απόκτηση της γνώσης μας για τον κόσμο γίνεται όχι μέσω της νόησης αλλά μέσω της εμπειρίας, η οποία εμπειρία γίνεται δυνατή μέσω του σώματος. Η κατανόηση του κόσμου προϋποθέτει κατανόηση της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία είναι πρωταρχικά εμπειρική και όχι νοητική.

Ο διαχωρισμός, τότε, σώματος και νου δεν μπορεί να είναι απόλυτος αφού η ύπαρξη του ανθρώπου στον κόσμο εκφράζεται ούτε μόνο σωματικά, ούτε μόνο νοητικά. Σώμα και νους, συνεπώς, συνυπάρχουν στην ανθρώπινη συνείδηση.

Η χρονικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, όπως εκφράζεται από τον Λιασίδη, μπορεί όμως να υπερβεί το σώμα όταν αυτό γίνεται αντιληπτό μονάχα ως αντικείμενο. Η υπέρβαση αυτή χαρακτηρίζει την οικουμενικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία επιπρόσθετα υπερβαίνει τη χρονικά (περι)ορισμένη ύπαρξη του φυσικού σώματος στο παρόν. Η οικουμενική αυτή ανθρώπινη συνείδηση φανερώνει πως μέσα στην ενότητα παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος είμαστε ‘συνότζιαροι’ με ολόκληρη την ανθρωπότητα, συμπεριλαμβανομένων όσων θα ‘πλαστούν’ στο έτος 3000 – αλλά και σε κάθε άλλο έτος στο μέλλον – όπως επίσης και όσων υπήρξαν στο παρελθόν. Έτσι, η ανθρώπινη συνείδηση δεν ανήκει μόνο στην κάθε παρούσα στιγμή, αλλά και στο παρελθόν και στο μέλλον, από τα οποία καθορίζεται και τα οποία καθορίζει.

Κατά τον Έντμουντ Χούσερλ, “Η συνείδηση είναι μια αλληλουχία στην οποία ενυπάρχει ήδη μια χρονικότητα, η οποία δεν αποτελεί απλώς συνείδηση ενός συνεχούς, αλλά [εντός αυτού] διακρίνεται ‘σταθερά’ μια διακλάδωση που εμφανίζεται με τον τρόπο του παρελθόντος, μια διακλάδωση που εμφανίζεται ως μέλλον και ως σημείο μετάβασης ένα σημείο που εμφανίζεται ως παρόν” (μτφρ. Π. Κόντος).

Η συνείδησή μας υπάρχει ακριβώς επειδή πρώτιστα συν-υπάρχει με άλλες συνειδήσεις, μέσα από τις παραδόσεις, τη γλώσσα, την κουλτούρα, και τη γενικότερη κοσμοθεωρία και κοσμοαντίληψη οι οποίες χαρακτηρίζουν το ‘είναι’ της κάθε κοινότητας και του ανθρώπου όταν αυτός ‘ρίχνεται’ στον κόσμο. Έτσι, το καρτεσιανό και ατομικιστικό ‘Σκέφτομαι, άρα υπάρχω’, μπορει να αντικατασταθεί στη φαινομενολογία από το συλλογικό ‘Υπάρχεις, άρα υπάρχω’.

Είναι απίθανο ο Παύλος Λιασίδης να είχε γνώση του κλάδου της φαινομενολογίας, στου οποίου τη θεμελίωση και ανάπτυξη κατά τον 20ο αιώνα ήταν όντως ‘συνότζιαιρος’. Κι όμως, η δυνατότητά του να εκφραστεί τόσο απλά, μα τόσο βαθιά, σε δύο στίχους, δείχνει το μεγαλείο της ποιητικής του συνείδησης, όπως επίσης και την οικουμενικότητα όχι μόνο της ανθρώπινης συνείδησης αλλά και της ίδιας της φαινομενολογικής σκέψης.

Ήσουν ο θάνατός μου

Du warst mein Tod: / You were my death:

dich konnte ich halten, / you I could hold,

während mir alles entfiel. / when all fell away from me.

Paul Celan (1920 – 1970)

“Ήσουν ο θάνατός μου”, γράφει ο Τσελάν, σε έναν στίχο αντισυμβατικά ερωτικό.

Η χρήση του παρελθοντικού “ήσουν” σε συνάρτηση με την έννοια του θανάτου μπορεί να μοιάζει, αρχικά, αντιφατική. Αν ο θάνατος σημαίνει το οριστικό τέλος, τότε ταυτόχρονα αποκλείει το παρελθόν ως σημείο αναφοράς και κάθε χρονικός προσδιορισμός καθίσταται ανούσιος. Άλλωστε, στην κοινή αντίληψη, ο θάνατος υπάρχει μόνο ως μελλοντική βεβαιότητα και άρα ως δυνατότητα της κάθε παρούσας στιγμής.

Η χρήση, όμως, του παρελθοντικού “ήσουν” από ένα ον το οποίο, κατά τον Τσελάν, φαίνεται να μιλάει ‘μετά θάνατον’, αναδεικνύει τον έρωτα ως υπερβατικό του φυσικού θανάτου αλλά και ως ταυτόσημο με τον ίδιο τον θάνατο. Δεν δύναται ο έρωτας να ταυτιστεί με κάτι το οποίο είναι πεπερασμένο, όπως είναι η ίδια η ζωή, που φθείρεται μπροστά στο ανελέητο πέρασμα του χρόνου. Για τον Τσελάν, τα χαρακτηριστικά του έρωτα δεν αρμόζουν στη φράση “είσαι η ζωή μου”. Αντίθετα, ο έρωτας επιβιώνει όχι μόνο της φθοράς που φέρνει ο χρόνος αλλά και το ως φερόμενο “τέλος” του χρόνου: τον θάνατο, καταφέρνοντας να ταυτιστεί, αντ’ αυτού, με κάτι άφθαρτο και αιώνιο.

Η ικανότητα του έρωτα να υπερβεί τον θάνατο φαίνεται επιπρόσθετα μέσα από την προθυμία των ερωτευμένων να θυσιάσουν τη ζωή τους για χάρη του έρωτά τους. “Οι μόνοι που εκούσια θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλο είναι οι ερωτευμένοι”, λέει ο Φαίδρος στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Τότε, όχι μόνο δεν πεθαίνει ο έρωτας όταν επέλθει ο φυσικός θάνατος, αλλά επισφραγίζεται το πέρασμα του έρωτα στην αιωνιότητα και επιβεβαιώνεται η ύπαρξή του.

Αργότερα στο Συμπόσιο, η μάντισσα Διοτίμα περιγράφει τον έρωτα ως “το αθάνατο στοιχείο που ενυπάρχει στο ζωντανό ον που είναι θνητό”. Πολλούς αιώνες μετά, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ χαρακτήρισε την ανθρώπινη ύπαρξη ως ‘Είναι-προς-θάνατον’, υποστηρίζοντας πως η ζωή και ο θάνατος δεν είναι έννοιες αντίθετες αλλά (συν-)υπάρχουν ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να πλησιάσει την αυθεντικότητα. Ο θάνατος βρίσκεται πάντοτε ‘σε αναμονή’· είναι μια ‘εκκρεμότητα’ η οποία διακρίνει την ύπαρξη και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Είναι μας.

Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ο θάνατός μας είναι αυστηρά προσωπικός· είναι απόλυτα δικός μας και κανείς δεν μπορεί να τον βιώσει στη θέση μας. Όταν, λοιπόν, κατά τον Τσελάν, “όλα καταρρέουν”, τότε είναι που “μπορούμε να κρατηθούμε” από τον θάνατο ως τη μοναδική βεβαιότητα. Τότε είναι που μπορούμε να βιώσουμε την πεμπτουσία του έρωτα.

Γνωρίζουμε πως ο θάνατος, ο ολότελα δικός μας θάνατος, θα βρίσκεται εκεί.

Γνωρίζουμε πως ο έρωτας, ο ολότελα δικός μας έρωτας, θα βρίσκεται εκεί.

Βούττημαν ήλιου

Άρκον ’πό ’ννά με παίρνουσιν οι τέσσερις τζ̌’ εμέναν
Μες τζ̌είν’ την ανακατωσ̌ιάν
Έλα τζ̌αι ‘σού στην Εκκλησ̌ιάν
Μεν αντραπείς κανέναν.

Αγάπουν σε έξω ψυσ̌ής τζ̌’ ’εννά σε καταχνώσουν•
Αν είσαι κόρη σπλαχνιτζ̌ή
Μεν περαρκήσεις, έρκου ‘τζ̌εί
Πριχού να με λουκκώσουν.

Τους ζωντανούς έν’ ’πό ‘χουσιν μάσ̌ην τζ̌’ εν τους χωνεύκουν,
Τους πεθαμμένους συχχωρούν
Έν’ φούχτα χώμαν τζ̌’ εν μπορούν,
Κόρη, να τους παιδεύκουν.

Ππέφτει τους πκιον μακάριση τζ̌αι ψυσ̌ικόν διούσιν
Γιατί που τον ψεματινόν
Πηαίννουν στον αληθινόν
Κόσμον, τζ̌’ ’εννά κριθούσιν.

Αν μεν μου κάμουν κόλλυφα στες τρεις, με σαραντάριν
Μήτε στον χρόνον λουτουρκάν,
Πάρουμου για παρηορκάν,
Κάμε μου τούντην χάρην.

Βούττημαν ήλιου τζ̌’ ύστερις τέλεια ’πό ’ννά συγράσει
Τζ̌αι πο’ ’νν’ αδκειάσουν τα στενά
Πο’ ’ν έσ̌ει πλάσμαν να περνά
Για να σε ξηφαράσει,

Έλα τζ̌αι ‘σού στο μνήμαν μου τζ̌αι μες τον μπότην άψε
Αϊταφίτικον τζ̌ερίν
Κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
Νομάτισ’ με τζ̌αι κλάψε.

Η γραφομηχανή

10/03/2022

Σήμερα έγραψα για πρώτη φορά σε γραφομηχανή.

Είδα την την γκαλερί, στη μέση της αίθουσας με τα κεραμικά – την οποία, ομολογουμένως, συνήθως βρίσκω βαρετή – τζιαι εκόντεψα της. Η αλήθκεια έψαχνα κάπου να δω κάποια επιγραφή που να λέει ‘Έκθεμα’ ή ‘Μην αγγίζετε’. Εν γίνεται, εσκέφτηκα, να έχουν μια γραφομηχανή προσβάσιμη στο κοινό. Γυρίζοντας το μουσείο, βλέπεις πως οι επισκέπτες κρατούν μιαν απόσταση που το παρελθόν – παρατηρούν τους πίνακες που κάποιαν απόσταση τζιαι έχουν τα σιέρκα τους σταυρωτά, πίσω που την πλάτη ή στις τσέπες. Αλλά σπάνια ελεύθερα, άμπα τζιαι τζίσουν των εκθεμάτων καταλάθος. Σε άλλες περιπτώσεις, η απόσταση που το παρελθόν εν επιβαλλόμενη, αφού τα εκθέματα εν κλειδαμπαρωμένα πίσω που γυάλινες βιτρίνες.

Το να μπορώ να χρησιμοποιήσω ελεύθερα το παρελθόν σε ένα τέθκοιο περιβάλλον εφάνηκε μου παράξενο. Ήταν σαν να εσέρβιραν τσιάι που τα κεραμικά φλυντζάνια του 18ου αιώνα που εβρίσκουνταν στην αίθουσα ή ήταν σαν να εμπορούσα να δοκιμάσω κάποια φορεσιά ενός Δούκα στην αίθουσα με τις ενδυμασίες.

Άμαν εσιουρεύτηκα όμως ότι ούτε επιγραφή υπήρχε, ούτε μου εκάμαν κάποια παρατήρηση οι δύο εργαζόμενοι που επεριφέρουνταν στον χώρο, τζιαι μάλιστα πως το χαρτί στην γραφομηχανή επροσκαλούσε τον επισκέπτη να γράψει κάτι, τότε άρκεψα σιγά σιγά να ψηλαφώ την γραφομηχανή.

Welcome to York Art Gallery.
Tell us about your favourite artwork in our collectikn.

Άρκεψα να παίζω με τα διάφορα μέρη της γραφομηχανής. Είμαι σίουρος ότι έχουν ονόματα, αλλά εν τα ξέρω. Ούτε εννα ψάξω να τα μάθω για να γράψω τούτο το κείμενο. Γιατί μετά εννα χάσει που την αθωότηταν του.

Εγύρισα αρχικά τον μοχλό στα δεξιά της γραφομηχανής, υποθέτω εν ο μηχανισμός που αλλάσσει γραμμή. Καλά, τζιαι εγυρίζαν τον στο περίπου; Εν έχουν ούλλες οι γραμμές το ίδιο κενό μεταξύ τους; Ύστερα έσπρωξα το πάνω μέρος της γραφομηχανής για να αρκέψω να γράφω που την αρχή της σελίδας. Υποθέτω έκαμα τούτα τα θκυο πράματα πρώτα γιατί ίσως εν τα μόνα που έχω ξαναδεί, μάλλον που κάποιες ταινίες.

Μετά επήα στο πληκτρολόγιο. Εν είχα καμία πρόθεση να γράψω για το αγαπημένο μου έκθεμα στο collectikn τους την πρώτη φορά που θα έγραφα κάτι σε γραφομηχανή. Επίσης, σίουρα εν θα τους έγραφα για το αγαπημένο μου έκθεμα αφού θα έπαιρνα μαζί μου την κόλλα έτσι τζι’ αλλιώς.

Αρχίζοντας να γράφω, επήρε μου 4 γράμματα και κάτι για να καταλάβω ότι δεν χρησιμοποιώ πληκτρολόγιο υπολογιστή και άρα χρειάζεται λίγη περισσότερη δύναμη στο πάτημα των πλήκτρων. Για το μίσο της πρώτης πρότασης φαίνεται επροσπαθούσα να καταλάβω πόση δύναμη χρειάζεται για να αποτυπωθεί το γράμμα πάνω στο χαρτί.

Μάλλον πάνω στον ενθουσιασμό μου, ή λόγω κάποιου μηχανισμού που εν εκατάλαβα, επάτησα το space λλίο πρόωρα τζιαι γι’ αυτό έγραψα ένα firs t. Ακολούθως έγραψα τζιαι θκυο ‘I’. Γράφοντας το πρώτο, επάτησα αυτόματα το ‘Caps Lock’ τζιαι ενθουσιάστηκα που έμεινε κάτω τζιαι έπρεπε να το ξαναπατήσω για να γράψω με μικρά γράματα. Όπως φυσικά τζιαι το ‘Caps Lock’ στο σημερινό πληκτρολόγιο. Λέει το τζιαι το όνομα. Caps. Lock.

Μετά όμως ήθελα να δοκιμάσω αν υπάρχει ανάλογο κουμπί για το ‘Shift’. Γι’ αυτό εδοκίμασα να ξαναγράψω το Ι, για να το επιβεβαιώσω.

Τελειώνοντας την πρώτη πρόταση, με ένα έξτρα κενό στο w rite του οποίου αγνοώ την προέλευση, εσκέφτηκα πως ήθελα να αλλάξω γραμμή για να γράψω την ημερομηνία. Γυρίζοντας τον μοχλό για να πάω στην επόμενη γραμμή, ενόμισα πως ήμουν έτοιμος να γράψω. Είχα την εντύπωση ότι ήταν τόσο απλό όσο να πατάς ένα ‘Enter’. Το αποτέλεσμα, ένα t να κρέμμεται μόνον του στο πουθενά.

Ένα λεπτό όμως, γιατί επήα να γράψω tenth τζιαι όι 10; Επειδή δεν έβρισκα το πλήκτρο για το 1. Παρατηρώ δεξιά, αριστερά, βλέπω κάτι κλάσματα, κάτι παράξενα σύμβολα, το 1 πούποτε. Πατώ το κουμπί στα αριστερά του 2 το οποίο δεν ήσιε καμία επιγραφή · τίποτε. Ειλικρινά ενόμισα ήταν χαλασμένο. Τούτον η αλήθκεια έφαεν με η περιέργεια τζιαι έψαξα το, τζιαι ήβρα ότι οι γραφομηχανές εν είχαν τον αριθμό ένα γιατί εμπορούσες απλώς να γράψεις το μικρό αγγλικό L. Έξυπνο.

Τελειώνοντας, αφαίρεσα σιγά σιγά την κόλλα που την γραφομηχανή τζιαι την έβαλα προσεκτικά μέσα την τσάντα μου.

Σήμερα έγραψα για πρώτη φορά σε γραφομηχανή.

Ήσιε πολλύ τζιαιρό να κάμω κάτι για πρώτη φορά, τζιαι άρεσε μου.

Προγραμματισμένη εισβολή μια χειμωνιάτικη Τετάρτη

Στο Κίεβο σήμερα ανάποδα
κινούνται τα ρολόγια.
Τα δευτερόλεπτα έγιναν λεπτά
και τα λεπτά αιώνες.
Από το δώδεκα στ’ οκτώ
κι από τ’ οκτώ στο πέντε.
Δεκατιανό τρώνε στις τρεις
και λεβανταίνουν τον πουνέντε.

Ήχησαν
μιας που μπερδεύτηκαν
οι σειρήνες.
Αντιμέτωπες με διατάγματα
διακόσια εβδομήντα και εφτά
κι αυτόκλητους φύλακες
ενός σκουριασμένου
Σιδηρούν Παραπετάσματος
προ-φύτεψαν τον ερχομό
ενός πολέμου προ-
γραμματισμένου.

Ένα πρωινό
ψυχρό
μιας χειμωνιάτικης Τετάρτης
ένα παιδί φτάνει
σφαίρα
στο σπίτι του
κι η κούκλα του
ημίγυμνη κείται
καταμεσής του δρόμου
έτοιμη να βυζάξει κάποιο τανκ.

Όσο για μας,
θα ‘ν αρκετό αν ζήσουμε
άλλη μια Κυριακή.

Η όφκερη αίθουσα

Άνοιξεν εις το χωρκόν
νέα αίθουσα.

Έρκεται σιγά σιγά κόσμος,
πάντα μανιχός του.

Τζι’ άμαν γεμώσει
είπασιν εννα την μυαλίνουσιν
τζιαι οριζόντια
τζιαι κάθετα.

Βαώννουν την τζιόλας
που το λλιοβούττημαν
ως την αυκήν.

Αλόπως με το φεγγάριν
φκαίννουν τζιαι ππαρτάρουν
οι ένοικοι
τζιαι οι θαμώνες.

Εστήσαν τζι’ έναν τοίχο θκυο μέτρα
άμπα τζιαι φύει τους κανένας.

Τζιαι μιαν ταπέλλα που μας καλωσορίζει
μα εν μας ποσιαιρετά
έστω τζι’ αν θέλει πολλά να πει
«εις το επανιδείν».

Πόψε που έρεξα
ήσιεν πεντέξι νοματούς
εκαρτερούσαν με πομονήν
να γεμώσουν οι θέσεις
τζιαι ν’ αρκέψει η παράσταση.

Είπασιν εν κωμωδία.

Περί “εξομολόγησης”

Κάποτε χρειάζεται να ανοίξει και στην Κύπρο τούτη η συζήτηση.

Ιερείς, μοναχοί, και άλλοι “άνθρωποι της Εκκλησίας” κλείνονται μόνοι τους σε δωμάτια με παιδιά και εφήβους, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, με αφορμή τη “διενέργεια εξομολόγησης”.

Τους δίνεται τότε το ελεύθερο να ρωτούν και να συμβουλεύουν παιδιά σε θέματα πέραν των αρμοδιοτήτων και γνώσεών τους, ακόμη και πάνω στα πιο προσωπικά, να τα γεμίζουν ενοχές για φυσιολογικές πράξεις και επιθυμίες, να ρωτούν σεξουαλικού περιεχομένου ερωτήσεις και να τα αγκαλιάζουν και να τα αγγίζουν χωρίς τη σύνεσή τους.

Το να κλείνεται κάποιος ενήλικας μόνος του με κάποιο παιδί σε ένα δωμάτιο θα ήταν, υπό οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο ή περιστάσεις, παράλογο, καταδικαστέο, και ίσως παράνομο, όμως είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό στην κοινωνία μας, όπου η εξομολόγηση ενθαρρύνεται από πολύ μικρή ηλικία, ακόμη και στο σχολικό περιβάλλον.

Κατά κανόναν, δεν επιτρέπεται σε κανέναν να μιλήσει για το τι ειπώθηκε ή συνέβη στην εξομολόγηση, ούτε φυσικά επιτρέπεται σε κανέναν να ρωτήσει.

Είναι, άλλωστε, “μυστήριο”.

Image may contain: 1 person, text
Image may contain: text that says "Nearly 1,700 priests and other members that the Roman Catholic Church considers credibly accused of the little oversight religious authorities or law enforcement, decades after the first wave of the church dioceses, an Associated Press investigation priests, deacons, monks and lay people now teach middle- They counsel survivors of assault. They work as volunteer at nonprofits helping They live to playgrounds daycare centers. They foster and care for children. And in their leaving the church, dozens have committed including sexual assault and possessing child pornography, the AP's analysis found."