“Έχω κορμίν πολλά παλιόν, μα νουν του νέου κόσμου,
στες τρεις σιηλιάες τζι’ αν πλαστείς, είσαι συνότζιαιρος μου”
Παύλος Λιασίδης (1901 – 1985)
Μέσα σε δύο στίχους, ο Λυσιώτης λαϊκός ποιητής Παύλος Λιασίδης καταφέρνει να αποτυπώσει θεμελιώδεις αρχές της φαινομενολογικής σκέψης: τη χρονικότητα του όντος, τη συνύπαρξη νου – σώματος, και την οικουμενικότητα της ανθρώπινης συνείδησης.
Αρχικά, ο Λιασίδης εκφράζει πώς το σώμα και ο νους μπορούν να βιώνονται διαφορετικά. Αντιλαμβάνεται το σώμα ως κάτι το οποίο μπορεί να φθαρεί και να χαρακτηριστεί ως ‘παλιό’, και τον νου ως κάτι το οποίο μπορεί να ταυτιστεί με τον ‘νέο κόσμο’ και να μετέχει σε αυτόν, μέσα σε μια χρονικότητα η οποία υπερβαίνει το παρόν, επεκτεινόμενη προς το μέλλον και το παρελθόν.
Σε αντίθεση με το σώμα ως αντικείμενο το οποίο δεν έχει επιλογή παρά να παραδοθεί στη φθορά που φέρνει το πέρασμα του χρόνου, η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί να ταυτιστεί με όντα τα οποία προηγούνται ή το ακολουθούν χρονικά και τα οποία εκφράζουν την ανθρώπινη συνείδηση στο σύνολό της. Έστω και όταν φθαρεί και ‘παλιώσει’ το σώμα, η ανθρώπινη συνείδηση, όπως την εκφράζει ο Λιασίδης, έχει την ικανότητα να αποτελεί κομμάτι του ‘νέου κόσμου’.
Φυσικά, το γεγονός ότι κάποιος έχει ‘κορμίν πολλά παλιόν’ δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να ανήκει στον ‘νέο κόσμο’. Ακολουθώντας τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, η ίδια η γνώση της φθοράς και του επικείμενου θανάτου είναι αυτή που προσδίδει αυθεντικότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο θάνατος δεν αποτελεί κάτι το οποίο φανερώνεται ως γεγονός το οποίο βιώνεται στο τέλος, αλλά βιώνεται καθημερινά ως ‘κάτι το οποίο δεν έχει έρθει ακόμη’. Ως εκ τούτου, δεν είναι το ‘είναι’ που πεθαίνει (καθώς το ‘είναι’ δεν μπορεί να βιώσει τον ίδιο του τον θάνατο), αλλά το είναι-προς-θάνατον για το οποίο ο θάνατος έχει πραγματωθεί και άρα δεν αποτελεί πλέον κάτι το επερχόμενο.
Βέβαια, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το σώμα μας στο σύνολό του ως απλώς ένα αντικείμενο το οποίο φθείρεται όπως ένα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο. Το σώμα μας στην ολότητά του αποτελεί πρωταρχικά το θεμέλιο της πρόσβασής μας στον κόσμο και την κατανόηση αυτού. Κατά τον Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, η απόκτηση της γνώσης μας για τον κόσμο γίνεται όχι μέσω της νόησης αλλά μέσω της εμπειρίας, η οποία εμπειρία γίνεται δυνατή μέσω του σώματος. Η κατανόηση του κόσμου προϋποθέτει κατανόηση της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία είναι πρωταρχικά εμπειρική και όχι νοητική.
Ο διαχωρισμός, τότε, σώματος και νου δεν μπορεί να είναι απόλυτος αφού η ύπαρξη του ανθρώπου στον κόσμο εκφράζεται ούτε μόνο σωματικά, ούτε μόνο νοητικά. Σώμα και νους, συνεπώς, συνυπάρχουν στην ανθρώπινη συνείδηση.
Η χρονικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, όπως εκφράζεται από τον Λιασίδη, μπορεί όμως να υπερβεί το σώμα όταν αυτό γίνεται αντιληπτό μονάχα ως αντικείμενο. Η υπέρβαση αυτή χαρακτηρίζει την οικουμενικότητα της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία επιπρόσθετα υπερβαίνει τη χρονικά (περι)ορισμένη ύπαρξη του φυσικού σώματος στο παρόν. Η οικουμενική αυτή ανθρώπινη συνείδηση φανερώνει πως μέσα στην ενότητα παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος είμαστε ‘συνότζιαροι’ με ολόκληρη την ανθρωπότητα, συμπεριλαμβανομένων όσων θα ‘πλαστούν’ στο έτος 3000 – αλλά και σε κάθε άλλο έτος στο μέλλον – όπως επίσης και όσων υπήρξαν στο παρελθόν. Έτσι, η ανθρώπινη συνείδηση δεν ανήκει μόνο στην κάθε παρούσα στιγμή, αλλά και στο παρελθόν και στο μέλλον, από τα οποία καθορίζεται και τα οποία καθορίζει.
Κατά τον Έντμουντ Χούσερλ, “Η συνείδηση είναι μια αλληλουχία στην οποία ενυπάρχει ήδη μια χρονικότητα, η οποία δεν αποτελεί απλώς συνείδηση ενός συνεχούς, αλλά [εντός αυτού] διακρίνεται ‘σταθερά’ μια διακλάδωση που εμφανίζεται με τον τρόπο του παρελθόντος, μια διακλάδωση που εμφανίζεται ως μέλλον και ως σημείο μετάβασης ένα σημείο που εμφανίζεται ως παρόν” (μτφρ. Π. Κόντος).
Η συνείδησή μας υπάρχει ακριβώς επειδή πρώτιστα συν-υπάρχει με άλλες συνειδήσεις, μέσα από τις παραδόσεις, τη γλώσσα, την κουλτούρα, και τη γενικότερη κοσμοθεωρία και κοσμοαντίληψη οι οποίες χαρακτηρίζουν το ‘είναι’ της κάθε κοινότητας και του ανθρώπου όταν αυτός ‘ρίχνεται’ στον κόσμο. Έτσι, το καρτεσιανό και ατομικιστικό ‘Σκέφτομαι, άρα υπάρχω’, μπορει να αντικατασταθεί στη φαινομενολογία από το συλλογικό ‘Υπάρχεις, άρα υπάρχω’.
Είναι απίθανο ο Παύλος Λιασίδης να είχε γνώση του κλάδου της φαινομενολογίας, στου οποίου τη θεμελίωση και ανάπτυξη κατά τον 20ο αιώνα ήταν όντως ‘συνότζιαιρος’. Κι όμως, η δυνατότητά του να εκφραστεί τόσο απλά, μα τόσο βαθιά, σε δύο στίχους, δείχνει το μεγαλείο της ποιητικής του συνείδησης, όπως επίσης και την οικουμενικότητα όχι μόνο της ανθρώπινης συνείδησης αλλά και της ίδιας της φαινομενολογικής σκέψης.