Στο Δωμάτιο

Άνοιξεν την πόρτα του δωματίου τζι’εμπήκε μέσα, κρατώντας τον πρωινόν του καφέ. Έβαλεν το σιέριν του μέσα τζι’άναψεν το φως, αφήνοντας μερικές δακτυλιές πάνω στον τοίχο. Έμεινε για λλίο στην πόρτα να θωρεί τα μηχανήματα. Ήταν κάτι που έκαμνε κάθε πρωί. Αναρωθκιέτουν τι μπορεί να εκάμναν ούλλη νύχτα όσον τζίνος έλειπεν, μετά που τα έβαλλε στο αυτόματο. Μάλλον τίποτε, τζι’όμως ήταν μια ενδιαφέρουσα σκέψη. Μπορεί με το τελευταίο κλείσιμο της πόρτας το βράδυ τα μηχανήματα να εζωντανεύκαν τζιαι να εφκάλλαν φωνές διαφορετικές που τζίνες που ήταν συνηθισμένος να τα διατάσσει. Ίσως να ετοιμάζαν τζιαι κάποιαν απεργία σιωπής, κάτι που θα του εκατέστρεφε την δουλειάν του, αν τζιαι ήταν σίουρος πως τα εμεταχειρίζετουν καλά. Ο υπολογιστής ίσως να έβαζε στη λίστα τα ‘απαγορευμένα’ έτσι για δικόν του κέφι. Έτσι τζι’αλλιώς τα μηχανήματα εμπορούσαν να λειτουργούν σε άλλες συχνότητες για να μεν ενοχλούν με τα ‘απαγορευμένα’.

Χαμένος μέστες σκέψεις του, όπως ήταν σχεδόν κάθε πρωί, επροσγειώθηκεν ανώμαλα στην πραγματικότητα τζι’έβαλεν αμέσως το κεντρικό μηχάνημα στο manual. Οι αθρώποι έξω επεριμέναν τον ν’αρκέψει την δουλειάν του. Επεριμέναν τον να τους ανακοινώσει αν η μέρα ήταν καλή ή όι τζι’αν τα νέα ήταν ωραία ή άσχημα, για να ξέρουν τι να νιώσουν πρωί-πρωί. Δωμάτιο Ελέγχου Συναισθημάτων. Έτσι αποκαλούσεν τον χώρον του. Ένιωθεν πραγματικά σαν μικρός θεός. Σαν να εστέκετουν σε μιαν πλατφόρμα στο διάστημα, δίνοντας την ευκαιρία σε ούλλη την ανθρωπότητα να τον ακούσει. Με μιαν όμως διαφορά: εν τους έβλεπε τζι’εν τον έβλεπαν. Ακόμα τζιαι το μικρόν παράθυρο στο Δωμάτιο ήταν πάντα κλειστό, μην τύχει τζιαι κάποιος αντικρίσει το πρόσωπόν του.

Που την καρέκλαν του γραφείου του έκαμνεν τις στιγμές των ανθρώπων δικές του. Όσον τζιαι όσοι τον άκουαν, οι νους τους ήταν στα σιέρκα του. Έλεγχεν την μνήμην τους τζιαι τα συναισθήματά τους. Εμπορούσε να αγγίξει τις σκέψεις τους, να τους μεταφέρει στο παρελθόν ή στο μέλλον, να τους κάμει να κλάψουν ή να γελάσουν, να τους δώκει ελπίδα. Έκαμνεν τους ν’αγαπούν, να ελπίζουν, να θυμώνουν. Τζιαι τούτα ούλλα με την άδειάν τους. Εμιλούσεν σε ούλλους τζιαι ταυτόχρονα στον καθένα ξεχωριστά.

Μ’έναν απλό πάτημα κουμπιών στο Δωμάτιο, ήσιεν τον έλεγχο των συναισθημάτων σιηλιάων αθρώπων. Ελάχιστοι τον ήξεραν τζιαι κανέναν τους δεν ήξερε. Δεν ήταν δικτάτορας, ούτε σαδιστής.

Ήταν απλώς ένας μοναχικός ραδιοφωνικός παραγωγός.

Η ομορφκιά των τυχαίων γνωριμιών

Αρχίζοντας το πανεπιστήμιο, εβίωσα μεγάλες αλλαγές στη ζωή μου, όπως ήταν αναμενόμενο, τζιαι όι κατ’ανάγκην θετικές. Καλείται κάποιος να προσαρμοστεί σε ένα νέο τρόπο ζωής, σε μια καινούργια κουλτούρα, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να έβρει κάπου να βάλει τις αναθεωρημένες του απόψεις για τη ζωή τζιαι να προσαρμόσει τζιαι τις ίδιες πάνω σε τούτον το νέο τρόπο ζωής.

Μια μεγάλη αλλαγή φυσικά που βιώνει κάποιος σπουδάζοντας στο εξωτερικό είναι ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται, σε κάποιες περιπτώσεις καθημερινά· στο μάθημα, στο δρόμο, σε εκδηλώσεις, σε εξόδους. Ζώντας τζιαι σε μια μικρή πόλη σημαίνει ακόμα πιο συχνές τυχαίες συναντήσεις με κάποια άτομα.

Όταν ήρτα τον Οκτώβρη ήταν βεβαίως που τους κύριους μου στόχους να γνωρίσω όσο το δυνατό περισσότερα άτομα που άλλες χώρες, με διαφορετική κουλτούρα τζιαι κοσμοθεωρία. Έτσι τζιαι επήεννα σε πολλές εκδηλώσεις, εμπήκα μέσα σε αρκετούς ομίλους τζιαι επροσπαθούσα να κόψω κουβέντα με όποιον τυχαία εκάθετουν δίπλα μου σε κάποιο μάθημα ή εκδήλωση. Όμορφες κουβέντες, με τυχαίους ανθρώπους, προσπαθώντας να βρούμε κοινά ενδιαφέροντα τζιαι απόψεις ή απλώς να πούμε κάποιον αστείο τζιαι να γελάσουμε. Στο τέλος κάθε κουβέντας, στις πλείστες περιπτώσεις, ευτυχής με τη νέα γνωριμία που είχα κάμει, επροσπαθούσα να βάλω τούτον το άτομο περισσότερο μέσα στη ζωή μου, ζητώντας κάποιες πληροφορίες έτσι ώστε να μείνουμε σ’επαφή. Ετρομοκρατούμουν κάπως μπροστά στην ομορφκιά της στιγμή που έζησα, να κόψω δηλαδή μιαν ωραία κουβέντα με έναν άγνωστο άνθρωπο. Εν αδύνατο φυσικά να κρατήσει κάποιος επαφή με ούλλους, ή έστω να μιλά τακτικά μαζίν τους. Ομολογώ έτσι πως πιστεύκω πως ήταν λάθος μου πως επιδίωκα περισσότερη επαφή με τα συγκεκριμένα άτομα. Η συνέχεια της επαφής περιέχει πιθανότητα για φθορά τζιαι πιθανότητα καταστροφής της σχέσης που εκτίστηκε αν ετύγχαινε τζιαι εγνώριζα διαφορετικές πτυχές του κάθε ατόμου.

Η ομορφκιά τούτων των απρόσμενων τζιαι on the spot γνωριμιών στηρίζεται ακριβώς πάνω σε τζίνο που με φοβίζει. Το ότι εν ανθρωποι με τους οποίους πολλά πιθανό να μεν έχω ξανά την ευκαιρία να βρεθώ μαζίν τους σε παρόμοιο μέρος τζιαι να κόψω ενδιαφέρουσες κουβέντες. Καταστάσεις δηλαδή στις οποίες το «σύμπαν εσυνομώτησε», αναφερόμενος όι φυσικά σε θεωρίες τύπου Κοέλο περί συμπαντικής συνείδησης, αλλά για ένα ντόμινο τυχαίων γεγονότων τα οποία έγιναν προηγουμένος τζιαι εφέραν ως αποτέλεσμα τη συγκεκριμένη συνάντηση σαν ένα άλλο μέρος του ντόμινο. Έννεν ανάγκη ούλλες οι όμορφες γνωριμίες να οδηγούν σε στενές σχέσεις ή φιλία. Κάποιες φορές αρκεί η όμορφη κουβέντα – χωρίς να γνωρίζεις κατ’ανάγκην το όνομα του άλλου ή περισσότερες προσωπικές πληροφορίες. Εν ένα χαρακτηριστικό θα έλεγα των ανθρώπων τούτης της χώρας, όσο τζι’αν είναι τζιαι στερεότυπο. Εννα σου μιλήσουν δηλαδή χωρίς να σε ξέρουν, χωρίς να ρωτήσουν το όνομά σου, νιώθοντας ελεύθεροι να σχολιάσουν κάτι ή να πουν την άποψήν τους.

Πάντα εφοούμουν τούτου του στυλ την επαφή τζιαι τις περισσότερες φορές απέφευγα να κάμω τέτοια συζήτηση, ακριβώς για το πόσο άβολα ένιωθα στη στιγμή. Ήταν δηλαδή ή δεν σου μιλώ καθόλου ή μιλώ σου τζιαι διψώ να μάθω τα πάντα για σένα. Τζι’ όμως η ομορφκιά υπάρχει τζιαι κάπου στη μέση. Σαν ένα διαφορετικού τύπου small talk. Τούτες εν οι κουβέντες στις οποίες αναφέρθηκα πριν. Επίσης, καθώς μέστο νου μου υπήρχαν μόνο τούτα τα δύο άκρα, τις περισσότερες φορές επέλεγα τη σιωπή καθώς αν άρχιζε συζήτηση θα απογοητευόμουν αν δεν εξεπερνούσε τις βασικές ερωτοαπαντήσεις τζιαι σχόλια που περιέχει ένα small talk.  Τζιαι φυσικά η σιωπή είναι μια πολλά εύκολη λύση. Τζι’ όμως, υπάρχει ομορφκιά τζιαι στη μέση των δύο άκρων.

Δαμέ επιβάλλεται να πω πως όσο τζι’αν προσπαθώ να αντιμετωπίζω τα πιο πάνω σαν κανόνα, οι εξαιρέσεις όι μόνο προτρέπονται, αλλά επιβάλλονται. Γιατί σύμφωνα με τον πιο πάνω κανόνα η δημιουργία φιλιών είναι αδύνατο, αν απλώς σταματούμε τη γνωριμία μας με το άλλο άτομο, δηλώνοντας ευχαριστημένοι με τη συζήτηση της στιγμής εκείνης τζιαι της όμορφης ανάμνησης με τον οποία συνοδεύεται. Όπως όμως είπα στην αρχή, αν θεωρήσουμε τη δημιουργία φιλιών με όλους σαν τον κανόνα τότε σε έναν τέτοιο κόσμο ο κανόνας δεν θα είναι εφαρμόσιμος καθώς ο θεσμός της φιλίας δεν είναι η δημιουργία στενών σχέσεων με όλους αλλά με κάποιους επίλεκτους, η οποίοι μπαίνουν στον στενό κύκλο των φίλων. Άρα ο θεσμός της φιλίας μπορεί να λειτουργήσει μόνο σαν εξαίρεση σε κάποιον άλλον κανόνα. Τότε, σαν εξαίρεση που είναι, επιλέγω να τον εφαρμόζω επιλεκτικά σε κάποια άτομα, προσπαθώντας δηλαδή να κρατήσω επαφή μαζίν τους, στοχεύοντας στη φιλία ή άλλου είδους στενή σχέση. Τούτη η επιλεκτικότητα  ενέχει τον κίνδυνο να αφήσω έξω κάποια άτομα με τα οποία αν συνέχιζα την επαφή ίσως να εδημιουργείτο μια δυνατή σχέση. Όμως δεν μπορώ να το ξέρω τούτο παρά μόνο αν θεωρήσω τη δημιουργία φιλιών με όλους σαν τον κανόνα, κάτι αδύνατο.

Έτσι, η μέση λύση έσιει τζιαι τούτη την δικήν της ομορφκιά, τζιαι εν τέλει έννεν καθόλου προβληματική όπως ενόμιζα. Με τούντον τρόπο βλέπει κάποιος πιο πολλά το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο. Έννεν ούτε ‘εν σου μιλώ τζιαι κλείνομαι στον εαυτό μου’ (κάτι που θεωρώ τελείως φυσιολογικό, εντωμεταξύ), ούτε ‘ προσπαθώ να δημιουργήσω φιλία με ούλλους’. Εν η ομορφκιά να ξέρεις πως κόφκεις μια κουβέντα ή φκαίννεις έξω με κάποια άτομα τα οποία κατά πάσα πιθανότητα να μεν ξαναδείς μετά το τέλος της χρονιάς, αν είναι συμφοιτητές, ή να μεν τους ξαναδείς μετά τη συνάντηση, αν είναι ντόπιοι, επισκέπτες που άλλη χώρα ή πόλη, ή τουρίστες. Με τούντον τρόπο δηλαδή βλέπεις τον άλλο όι μόνο σαν το ανεξάρτητο άτομο που είναι με το οποίο μπορείς να δημιουργήσεις μια σχέση αλλά αφαιρείς του ένα μέρος που τούτην την ατομικότητα που το χαρακτηρίζει τζιαι βλέπεις πάνω του αποτυπωμένη την ανθρώπινη φιγούρα τζιαι τίποτε άλλο. Θωρείς έναν άνθρωπο.

Συνομιλείς τζιαι γελάς με έναν άνθρωπο τζιαι το μόνο που αφήνετε ο ένας στον άλλο εν η όμορφη ανάμνηση. Εν υπάρχει η ανάγκη ούτε η πίεση να ξαναβρεθείτε. Τζι’εν εντάξει. Μπορεί να τον δεις στο πανεπιστήμιο τζιαι απλώς να πείτε ένα γεια ή ακόμα τζιαι να νέψετε ο ένας του άλλου, ξέροντας πως τζίνη τη στιγμή σκέφτεστε τζίντην όμορφη συνάντηση. Τζι’εν εντάξει. Ούτε υπάρχει η ανάγκη για ανούσιο small talk. Το small talk στηρίζεται στην ανασφάλεια που νιώθουμε για έναν απλό ‘γεια’. Όμως έναν απλό ‘γεια’ εν έσιει καμιά παραξενιά – εν όμορφο. Εν εμείς που νιώθουμε ανασφάλεια, επιδιώκοντας το φανερά πιο ανούσιο small talk.

Μπορούμε να μεν μιλούμε μόνο σε φίλους τζιαι γνωστούς.
Μπορούμε να λαλούμε ‘καλημέρα’ τζιαι να μεν νιώθουμε παράξενα αν ο άλλος μόνο εχαμογέλασε τζιαι απάντησεν τζιαι τζίνος με έναν απλόν ‘καλημέρα’.
Μπορούμε να κόφκουμε κουβέντα με αγνώστους, χωρίς να επιδιώκουμε κατ’ανάγκην να τους κάμουμε γνωστούς, βλέποντας την ομορφκιά που έσιει μια κουβέντα με αγνώστους που θα μείνουν άγνωστοι.

Τζι’εν εντάξει.