Ήταν 8 τα χαράματα όταν εξεκίνησα να πάω στο πάρκο με τα πόθκια. Στον δρόμον έλειψεν η πεζίνα τζιαι έτσι αναγκάστηκα να πάω περπατητός. Ο ήλιος έκαφκεν πολλά τζιαι ετύφλωννεν με κατάματα στην πλάτη τζιαι γι’αυτόν εν εμπορούσα να προχωρήσω λόγω του σκοταδιού. Έφτασα στο πάρκο αμέσως τζιαι με πολλή καθυστέρηση. Στο πάρκον εν υπήρχεν ψυσιή. Μέσα στην πολυκοσμία εκατάφερα να διακρίνω με το φτίν μου τον ακέφαλο καβαλλάρη με τα μαύρα μαλλιά, να με βλέπει. Ήταν καβάλλα πάνω στην πολύχρωμην, άσπρην τζιαι γιγάνταια γάτούλλαν του η οποία εγάβγιζεν σπαρακτικά.
Έρκετουν προς το μέρος μου αργά τζιαι με πολλήν γρηγοράδα. Εσταμάτησεν ακριβώς μπροστά μου τζιαι συνεπως με δυσκολίαν εκατάφερα να τον διακρίνω στο βάθος του πάρκου. Ήταν κάτω που έναν γιάλλινο δέντρο τζιαι εκάθετουν στέκοντα στην σκιά. Ο ήλιος εχτυπούσεν του κατευθείαν στο πρόσωπο κάτι που τον έκαμνε να τουρτουρίζει. Ελυπήθηκα τον με πολλή χαρά τζιαι αμέσως, μετά που λλίην ώρα επία κοντά του για να του φκάλω το μάλλινο πουκάμισόν του έτσι ώστε να μεν κρυώννει. Έβαλα το πάνω στην τεράστια γατούλλαν του, η οποία ήταν καταιδρωμένη λόγω της υπερβολικά χαμηλής θερμοκρασίας. Ευχαριστήσαν με τζιαι οι τρεις τους τζιαι εκάμαμεν χειραψία με τα πόθκια.
Εγω αποφασισα να αλλαξω ρουχα καθώς που την ξηρασία έγινα σούππα-λλούμα. Εφόρησα ένα διάφανο με χρώμαν ανοιχτό μαύρο, φόρεμα κάτω που την πανοπλία μου, την οποίαν έκλεψα ,δανειζόμενος την που τον ακέφαλο καβαλλάρη με τα ωραία μμάθκια. Το φόρεμαν ήταν κεντημένο με πράσινα ολοκόκκινα τριαντάφυλλα των 25 φύλλων, των οποίων το χρυσόν τους χρώμαν έλαμπε κάτω που τες ακτίνες της πανσέληνου στον μεταμεσονύχτιον ολογάλανον ουρανό. Ξαφνικά, τζιαι τζιαμέ που το επερίμενα, ο ακέφαλος καβαλλάρης με τα χρυσά δόντια ήρτεν πάλε κοντά μου. Ευτυχώς, ήταν νευριασμένος μαζίν μου για έναν πολλά γνωστό λόγο τον οποίον εν γνωρίζω.
Έσυρεν μου το δόρυν του με πολλή δύναμη. Η αδυναμία ήταν φανερή στο πρόσωπόν του. Το δόρυν εκάρφωσεν με ξυστά στην πατούσα προκαλώντας τον άμεσο θάνατό μου μετά απο πέντε λεπτά. Άρκεψα να βουρώ με πολλή ζωντάνια σαν κουτσός που του λείπει το ένα σιέρι, προσπαθώντας να έβρω όσο πιο γλίορα γίνεται το πιο μακρινό νοσοκομείο. Τελικά μετά που λλία λεπτά τζιαι πολλή τζιαιρό ψαξίματος ήβρα ένα νοσοκομείο στην άκρη της μέσης της ερήμου, ακριβώς μέσα στο κέντρο της πόλης. Εχτύπησα το κουδούνι της μπροστινής πόρτας τζιαι επερίμενα υπομονετικά τζιαι με πολλή ανυπομονησία να μου ανοίξουν το παράθυρο.
Το παράθυρον άνοιξεν αυτόματα σαν το ετραβούσεν ο γιατρός. Ήταν ανοιχτό διάπλατα τζιαι επειδή ήταν πολλά στενό για να περάσω επία που την πισινήν πόρτα. Οι γιατροί τρομοκρατημένοι, αντικρύσαν με με ψυχραιμία στην κατάσταση την οποίαν εν εβρίσκουμουν τζιαι αμέσως επήραν με με το ασανσερ στον πέμπτον όροφο του τετραόροφου κτιρίου. Σαν ανεβένναμεν τις σκάλες εστραμπούληξα το πόδι μου σαν έτρωα κάτι πισκόττα που είχα μέσα στην τζιέπη του μάλλινου πουκάμισού μου το οποίον εφορούσεν η τιτάνια γατούλλα η οποία τζίνην την στιγμήν ήταν στο πάρκο. Έπίσης, ένας γιατρός έπαθεν τροφική δηλητηρίαση γιατί εκουτσούφλισε πάνω στο δόρυ που είχα ξυστά καρφωμένο στην πατούσαν μου.
Εβάλαν με στην εντατική για να μου κάμουν ακτινογραφίες οι οποίες έδειξαν καρκίνο του μαστού στα νύσια του δεξιού μου ποθκιού. Το αριστερόν μου πόδιν έπρεπε να αφερεθεί αμέσως για να μεν προχωρήσει ο καρκίνος τζιαι στα υπόλοιπα μέρη του εγκεφάλου μου. Αμέσως επήραν με στις Πρώτες Βοήθειες για να με χειρουργήσουν. Η εγχείριση για κακήν μου τύχην ήταν απόλυτα επιτυχής.Το δόρυν αφαιρέθηκεν αλλά ακόμα αιμορραγώ που την πληγήν που εκαλύψαν οι γιατροί στο στήθος. Ο καρκίνος έφυεν όταν οι γιατροί εβάλαν μου με ένεση, φάρμακο που καταπολεμά το AIDS.