Παρουσίαση ποιητικής συλλογής «Ανησυχία» – Άγγελος Σοφοκλέους

Image may contain: text

Αγαπητοί, σας προσκαλώ στην παρουσίαση της ποιητικής μου συλλογής με τίτλο «Ανησυχία», την Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου στην αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη» στη Λευκωσία, στις 7 το βράδυ.

Το βιβλίο πραγματεύεται τη ζωή, την κοινωνία, τον έρωτα, τον Θεό, το ταξίδι, και τον θάνατο, σε ένα πλαίσιο όπου ο άνθρωπος παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο.

Θα χαρώ πολύ να σας δω!

https://www.facebook.com/events/262566484238635

 

 

Τα ‘γεια’ τζιαι τα ‘αντίο’.

«Έπρεπεν να ελαλούσαμεν έναν καθώς πρέπει ‘αντίο’ πριν μπούμε στο τρένο», είπες μου κάποια στιγμή στα 4 λεπτά που εμεσολάβησαν που τη στιγμή που εμπηκαμε στο βαγόνι, μέχρι την πρώτη στάση όπου τζιαι θα εκατέβαινες.

Όσον τζιαι εκατάφερα να σου πιάσω ένα φιλί πριν φκεις που το τρένο, προσπαθώντας να φτάσω λλίον πιο κοντά στο καθώς πρέπει ‘αντίο’ που έπρεπε να ελέαμεν. Φαντάζεσαι πόσο δύσκολο ήταν· σε μιαν πόλη όπου η έκφραση συναισθημάτων στον υπόγειο σιδηρόδρομο θεωρείται «κοινωνικό αδίκημα». Ήσιες κατεβεί τζιαι’γω ακόμα ένιωθα τα σιέρκα σου πάνω μου, έκατσα τζι’αγγάλιασα τη τσέντα μου για να νιώθω τη ζεστασιά σου, άφηκα τα σιείλη μου ακίνητα για ώρα, προσπαθώντας να κρατήσω τη γεύση σου των δικών σου. Ήθελα να σε νιώθω τζιαμέ. Εν ήσουν όμως.

Εν θα ήταν σοφό να ελαλούσαμε το καθώς πρέπει ‘αντίο’ πριν μπούμε στο τρένο. Αν το εκάμναμε, θα έπρεπε να σε άφηνα να μπεις στο τρένο τζιαι να φύεις μόνη σου. Έτσι, θα ήταν το τελευταίο μας ‘αντίο’. Το ‘αντίο’ έναν ένει· συμβαίνει σε μια στιγμή, εν επιμηκύνεται. Ωσπου παρατείνεις τη συνάντησή σου με τον άλλον τότε σταματά να θεωρείται ‘αντίο’.

Θυμούμαι την τελευταία φορά που είπαμε ‘αντίο’, πριν θκυο χρόνια. Ήταν ένα καθώς πρέπει αντίο -εκάμαμε τζίνο που άρμοζε τζιαι απλώς εγύρισα που την άλλη τζιαι έφυα. Πόσο ήθελα να γυρίσω που την άλλη… να δω πόσην ώρα έκαμες να με θωρείς να χάννουμαι μεστη νύχτα, να δω το πρόσωπό σου σαν έφεφκα. Εν το έκαμα όμως, γιατί τότε τζίνον εννα ήταν το ‘αντίο’ μας, τζιαι εν ήταν καθώς έπρεπε. Το ‘αντίο’ έναν ένει.

Όμως τωρά, είπαμεν ‘αντίο’ τζι’αποχωριστήκαμε σαν να τζιαι θα εβρεθούμασταν ξανά το ίδιο απόγευμα. Βλέπεις, πονεί άμα το ‘αντίο’τζιαι το ‘γεια’ εν συμβαδίζουν. Ένα καθώς πρέπει ‘αντίο’ είναι μια αντανάκλαση του αμέσως επόμενου ‘γεια’. Το ‘αντίο’μας θκυο χρόνια πριν, ήσιεν το ίδιο συναίσθημα τζιαι την ίδιαν ένταση που ήσιεν τωρά το ‘γεια’ μας. Το ‘αντίο’ μας τωρά όμως εν θα έσιει την ίδιαν ένταση τζιαι συναίσθημα που θα έσιει το ‘γεια’ μας, όποτε τζι’αν έρτει. Άφηκεν έναν αναπλήρωτο κενό.

Σκέφτου τους αθρώπους που σιέρουνται όταν βρεθούν μετά που τζιαιρό τζι’εν ούλλο χαρές, αγγαλιές τζιαι φιλιά. Φαντάστου το τελευταίο ‘αντίο’ τούντων αθρώπων – εν έσιει την ίδια ένταση τζιαι συναίσθημα με το τωρινό ‘γεια’ τους; Εν σχεδόν παράλογο να φανταστείς ότι εννα ήταν διαφορετικά, εν νοείται να σκεφτείς ότι το ένα εν παίζει ρόλο στη διαμόρφωση του άλλου.

Εν μαζί που εβλέπαμε στο αεροδρόμιο τζίντους γονιούς που εποσιερετούσαν τα παιθκιά τους. Ήξεραν πότε εννα τους ξαναδούν τζιαι γι’αυτόν επροετοιμάσαν το ‘αντίο’ τους κατάλληλα. Έναν ‘αντίο’ το οποίο θα ήταν διαφορετικής έντασης αν εβρέθουνταν την επόμενη μέρα, διαφορετικής αν εβρέθουνταν μετά που ένα χρόνο. Έναν ‘αντίο’ το οποίο εν εξεχώριζε που το αμέσως επόμενο ‘γεια’, το οποίο υποθέτω θα εγίνετουν μετά που λλίους μήνες. Νομίζεις θα εμπορούσαμε να εξεχωρίζαμε τα ‘γεια’ τζιαι τα ‘αντίο’ αν δεν εβρισκούμασταν στις αναχωρήσεις του αεροδρομίου; Νομίζω πως όι.

Είπαμεν πως το κάθε ‘αντίο’ καθρεφτίζει το αμέσως επόμενο ‘γεια’ – είναι ένα τζιαι το ίδιο πράμα, αλληλοσυμπληρώνονται. Έχουν όμως βασικές διαφορές. Υπάρχει περισσότερη έκπληξη στα ‘γεια’. Στις αναχωρήσεις εν είδαμε κανένα να τρέχει τζιαι να αγγαλιάζει κάποιον άλλον. Στις αφίξεις θα εβλέπαμε. Υπάρχει τούτη η έκρηξη στα ‘γεια’, υπάρχει ενθουσιασμός, συναισθήματα τα οποία εξ ορισμού εν μπορούν να υπάρξουν στα ‘αντίο». Επίσης τα ‘γεια’ έννεν κατ’ανάγκην στιγμιαία ούτε ενιαία. Μπορούν να υπάρχουν πολλά ‘γεια’, πολλές ξεχωριστές στιγμές που θυμίζουν το πρώτο ‘γεια’. Εν υπάρχουν όμως πολλά ‘αντίο’. Έναν εν το ‘αντίο’. Κάθε προσπάθεια να δημιουργήσουμε έναν καινούργιο ‘αντίο’το μόνο που πετυγχαίνει είναι να αντικαταστήσει το αμέσως προηγούμενο ‘αντίο’, το οποίο πλέον έννεν ‘αντίο’, αλλά απλώς μια στιγμή.

Σκέφτου τους αθρώπους όταν χάννουν δικούς τους. Κανέναν καθημερινό ή σύνηθες ‘αντίο’ εν έσιει μέσα του την πιθανότητα να μεν υπάρξει το επόμενο ‘γεια’ που να το συμπληρώνει. Εν έσιει μέσα του το θάνατο. Είπαμεν ήδη πως η ένταση κάθε ‘αντίο’ εξαρτάται που το πότε θα υπάρξει το επόμενο ‘γεια’. Σε τέθκοιες περιπτώσεις, όπου το επόμενο ‘γεια’ εν θα υπάρξει, η αναμενόμενη ένταση του ‘γεια’ εκτινάσσεται που μιαν μετρήσιμη τζιαι συγκεκριμένη ένταση στο άπειρο, δηλαδή στο ποτέ. Το ‘αντίο’ όμως εν ήταν άπειρο, ήταν συγκεκριμένο τζιαι μετρήσιμο. Τζιαι τωρά εν αλλάσσει. Αν ηξέραμε πως θα ήταν το τελευταίο ‘αντίο’, τότε θα επροσπαθούσαμε να το κάμουμε όσο πιο άπειρο γίνεται, τόσο που να έσιει την ίδιαν ένταση με το επόμενο ‘γεια’, ένα ‘γεια’ που θα έρκετουν μόνο αν εσυναντούσαμε τον άλλον μετά θάνατον, κάτι παράλογο.

Κάθε ‘αντίο’ αφήννει μέσα μας έναν κενό, τζιαι περιμένει που το επόμενο ‘γεια’ να το συμπληρώσει. Έσιει φορές όμως που το κενό εννα μείνει για πάντα όφκερο, έσιει άλλες φορές που το ‘γεια’ εν μικρότερο ή μεγαλύτερο που το αναμενόμενο. Ούλλες οι περιπτώσεις φέρνουν πόνο.

Ήσιες με ρωτήσει να σου πω για τον πόλεμο. Σκέφτου πόνο οι μανάες που καρτερούν ακόμα να πουν το ‘γεια’ τους, σκέφτου ανακούφιση που νιώθουν όταν επιτέλους καταφέρουν να αντικαταστήσουν το προηγούμενόν τους ‘αντίο’. Πονεί, αλλά εν ανακούφιση να ξέρεις πως έναν ‘αντίο’ εν το τελευταίο.

Είχα σου πει για την Φρέντα που είχα γνωρίσει σε ένα συνέδριο λλίες μέρες πριν. ‘Καλήν τύχη με…τη ζωή’ ήσιεν μου πει όταν εποσιερετηστήκαμε. Εν πολλά αθρώπινο να γνωρίζεις τον άλλο για μερικές μέρες τζιαι μετά να χάννεστε για πάντα. Αντευχήθηκα της τζιαι είπαμε ένα καθώς πρέπει ‘αντίο’. Έναν ‘αντίο’ που εν καθρεφτίζει το επόμενο ‘γεια’, σε περίπτωση που υπάρξει ένα. Εφανήκαμεν όμως λογικοί, τζιαι είπαμε να θεωρήσουμεν πως εν θα υπάρξει επόμενο ‘γεια’. Εν πολλά μικρή η ζωή για έτσι ‘ατυχήματα’. Εν αφήκαμεν το ‘αντίο’ να αφήκει κενό μέσα μας, ούτε αναμονή. Επεθάναμεν τζίντην στιγμή ο ένας για τον άλλο. Η Φρέντα τωρά, έσιει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι άθρωποι που κάποτε ήξερα τζιαι τωρά εν πεθαμένοι. Ο φυσικός της θάνατος εν θα μου κάμει διαφορά, εν θα αφήκει κενόν αναπλήρωτο μέσα μου, γιατί εξ αρχής εν υπάρχει κενό που να περιμένει το ‘γεια’ της για να ευχαριστηθεί.

«Εν θα με πειράξει αν κάμουμε έξι μήνες ή τζιαι χρόνο να ξαναβρεθούμε», ήσιες μου πει την περασμένη νύχτα. «Εν θα με πειράξει αν σε θωρώ κάθε μέρα τους επόμενους έξι μήνες ή τζιαι χρόνο», ήθελα να σου πω. «Ούτε εμένα», είπα σου όμως, ξέροντας ότι εν θα ξαναβρεθούμε σύντομα. Το αν μας επείραζε ή όι ήταν άσχετο.

Επροετοιμαστήκαμεν όμως για έναν ‘αντίο’ που θα ήσιεν ανάλογη έντασην τούντου χρονικού διαστήματος. Έναν ‘αντίο’ που όμως εν θα συναντήσει ποττέ το ανάλογο ‘γεια’ του, γιατί ανάλογο ‘γεια’ ποττέ εν θα υπάρξει.

Ήταν έναν ‘αντίο’ του οποίου η ένταση ήταν μερικές ώρες. Εν σε είδα όμως μετά που μερικές ώρες.

Τζιαι περνούν οι μέρες τζιαι οι μήνες τζιαι το κενό μόνο μεγαλύτερο γίνεται.

Τζιαι υπόσχουμαι να μεν ξαναφήκουμε το ‘αντίο’ μας να μεν θυμίζει το ‘γεια’ μας.