Από το Εμείς στο Εγώ

Πόσο λυπάμαι τους ανθρώπους που δείχνουν τον εαυτό τους αλλά λένε «Εμείς». «Εμείς πιστεύουμε…» «Εμείς κάναμε…». Κοίτα τους με πόση περηφάνεια θυσιάζουν το «Εγώ» τους για να δεχτούν τις άψυχες ιδέες και κανόνες μιας ομάδας ψυχών (που κοντεύουν στο θάνατο η αλήθεια) .

Ίδια μυαλά δεν υπάρχουν. Κι όμως,στο βωμό τον επαναστατικών ιδεολογιών τα μυαλά των «επαναστατών» γίνονται ένα.

Πιστεύουν τα ίδια.

Λεν τα ίδια.

Απαντούν τα ίδια.

Σαν ζωντανοί κλώνοι της ιδεολογίας τους.

Η αποδοχή και προσαρμογή σε οποιοδήποτε μοντέλο σκέψης ή τρόπο ζωής είναι θάνατος του «εγώ». O άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος από ιδεολογίες και ιδανικά μοντέλα τρόπου ζωής. Αν κάτι του αρέσει, μπορεί να το φέρει στη ζωή του χωρίς να σκέφτεται τον ιδεολογικό χώρο στον οποίο ανήκει το συγκεκριμένο ή ο ίδιος. Το θεωρώ τραγικό να συνομιλούν δύο άνθρωποι και να λεν «Εμείς πιστεύουμε πως…» και «Εσείς πιστεύετε πως…».

Είναι αδιανόητο. Είναι ο θάνατος του εαυτού μας, της αλλαγής,της ανεξαρτησίας μας, της δημιουργικότητάς μας και της ελαστικότητάς μας. Κάθε ανθρώπινο ον έχει, ή θα έπρεπε να έχει, διαφορετικές αντιλήψεις από όλα τα υπόλοιπα. Η παρομοίαση ενός ανθρώπου με έναν άλλο τον φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο θάνατο, σκοτώνοντας το μυαλό του και αντικαθιστώντας το με ένα άλλο, κοινό μυαλό, που περιέχει όλα τα πιστεύω κάποιας ιδεολογίας, χωρίς ίχνος αλλαγής.

Και μέσα σ’αυτή τη «μυαλοκτονία», «εγωκτονία» και «εμεισγένεση», όσοι επιλέγουν αυτή την οδό, προσπαθούν να βρουν μια ιδεολογία και να κρυφτούν από πίσω της – για άισθημα επανάστασης και αλλαγής λένε αυτοί, για αίσθημα ασφαλειας και στασιμότητας λεω εγώ, φοβούμενοι τον ίδιο τους τον εαυτό. Φτάνουν στο σημείο να ντρέπονται να υιοθετήσουν έστω ένα χαρακτηριστικό κάποιας άλλης ιδεολογίας επειδή, όπως λένε, θα χάσουν το χαρακτήρα τους. Μα, στ’αλήθεια δενέχουν χαρακτήρα μα κάποια ψεύτικη προσωπικότητα η οποία είναι ένα πολλάκις επαναλαμβανόμενο συνονθύλευμα πεποιθήσεων. Οργανώνονται δηλαδή όλοι οι χριστιανοί, οι χορτοφάγοι, οι οπαδοί της Μπαρτσελόνα, οι κομμουνιστές, κάτω από σκηνές προστασίας και υιοθετούν όλα όσα υπάρχουν μέσα στη σκηνή της ιδεολογίας τους.

Οποιαδήποτε προσπάθεια μίμησης ή υιοθέτησης πρακτικών ή πιστεύω από άλλες σκηνές θα φέρει το χλευασμό των υπολοιπων ομοϊδεατών και επίσης ο ίδιος θα πιστεύει πως είναι χαμένος αν δεν ανήκει σε κάποια σκηνή. Οι (πρώην) ομοϊδεάτες πιστεύουν πως χάνουν ένα μέρος της ψυχής τους αφού στ’αλήθεια όλοι, κάτω από μία σκηνή, μοιράζονται την ίδια ψυχή. Έτσι, οποιαδήποτε αποχώρηση κάποιου μέλους της σκηνής, σημαίνει θάνατο ενός μέρους στη ψυχή όλων.

Και αυτός που αποχωρεί νιώθει πως έχει χάσει το λόγο ύπαρξής του αφού η σκηνή η ίδια ήταν γι’αυτόν ο λόγος ύπαρξης. Ήταν εκεί που επιβεβαιωνόταν πως ήρθε στον κόσμο αυτό για κάποιον σκοπό, πως ήταν χρήσιμος σε κάτι και το ότι υιοθετούσε ένα σύστημα αντιλήψεων για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά που υποστηρίζουν την ορθότητά του (και άλλα τόσα που δεν, αλλά δεν τους νοιάζουν αυτά).

Όσο περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονταν κάτω από τη σκηνή, τόσο περισσότερη ήταν η αυτοεπιβεβαίωσή τους ότι κατείχαν την απόλυτη αλήθεια. Όπως μας είχε πει ο καθηγητής των θρησκευτικών κάποτε: «Ο Χριστιανισμός είναι η σωστή θρησκεία γιατί είναι αδιανόητο τόσοι μάρτυριες και πιστοί ανά τους αιώνες να πέθαιναν και να πίστευαν κάτι το οποίο΄ήταν λανθασμένο». Είναι παράδειγμα λογικού σφάλματος argumentum ad populum. O αριθμός των ατόμων που υποστηρίζουν μια θεωρία δε λέει τίποτα για την ορθότητά της.

Κάθε ιδεολογία ή ένα σύστημα ιδεών περιέχει έναν κατάλογο με διάφορα σημεία τα οποία όσοι επιθυμούν να προσαρμοστούν στη συγκεκριμένη ιδεολογία τα αποδέχονται τυφλά ένα προς ένα, μέσα από ένα σύστημα τυφλής εμπιστοσύνης και ορθότητας. Είναι αδύνατο πολλοί άνθρωποι να πιστεύουν στα ίδια 15-20-30 σημεία χωρίς να έχουν δώσει κάποιο κομμάτι του εαυτού τους για χάρην της άτυπης αυτής συμφωνίας.

Κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να ήταν ένα σύστημα σκέψεων και ιδεολογίας από μόνος του. Έτσι έκαναν οι μεγάλοι: Πλάτωνας, Μαρξ, Καντ, Μπρούνο. Η προσαρμογή των ανθρώπων σε ιδεολογίες, έστω και το να πει κάποιος πως «Εγώ είμαι Χ», με το Χ να είναι το όνομα κάποιας ιδεολογίας, είναι ο θάνατος της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου. Πρέπει να υπάρξει προσωπικός πόλεμος μέσα στον καθένα μας μα σύνθημα: «Ένας άνθρωπος. Μια ιδεολογία»

Η μετάβαση ωστόσο από το εγώ στο εμείς, δεν είναι πάντοτε λάθος, αν θέλει να είναι κάποιος δίκαιος. Τη θεωρώ λανθασμένη σε περιπτώσεις όπως έχω περιγράψει πιο πάνω. Είναι ξεκάθαρο όμως πως σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαίο να γίνει προσπάθεια συλλογική και ομαδική, σε περιπτώσεις πραγματικών επαναστάσεων και απαιτούμενων δια των περιστάσεων κοινωνικών αλλαγών. Ένα επαναστατικό, κάποια ριζοσπαστική οργάνωση, ή κάποια τεραστίων διαστάσεων διαδήλωση ή μαζικός ξεσηκωμός επιβάλλει τη θυσία του εγώ και την προσαρμογή σε ένα κοινό Εμείς, για το γενικό κοινωνικό συμφέρον.

Οι επαναστάτες- διαδηλωτές στηρίζονται στις ιδέες ενός ατόμου, μιας ομάδας ατόμων ή μιας ιδεολογίας η οποία αναπτύχθηκε από μια μικρή σε μέλη ομάδα. Οι πρώτες ιδέες είναι αγνές, είναι αυτές που ξεχωρίζουν και είναι αυθεντικές. Όπως ακριβώς δηλαδή έχω περιγράψει πώς πρέπει ένα άτομο να παρουσιάζει τις ιδέες του. Πρωτότυπα χωρίς ολική προσαρμογή.

Η θυσία του εγώ για το εμείς πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει μεγαλύτερο όφελος από το να δρα κάθε άτομο μόνο του. Κατά τη Γαλλική και Ελληνική επανάσταση τον 18ο και 19ο αιώνα αντίστοιχα, για παράδειγμα, υπήρξε η ανάγκη θυσίας του εγώ, γιατί υπήρξε η γενική αντίληψη πως αυτο θα φέρει τεράστιο προσωπικό και συλλογικό όφελος. Επίσης, είναι παραδείγματα περιπτώσεων όπου πραγματικά υπάρχει κοινός στόχος και κοινά πιστεύω τα οποία πηγάζουν αληθινά μέσα από τους ανθρώπους. Σε τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή, το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι οργανώνονται γύρω από έναν κοινό σκοπό και στόχο δεν σημαίνει πως έχουν κοινές ιδεολογίες ή τρόπο ζωής. Η πλειοψηφία αυτών μένει ίδια μπαίνει στην άκρη για χάρη εκείνης της μεγάλης ιδέας η οποία φέρνει μεγάλα αποτελέσματα. Η θυσία του εγώ για το εμείς όχι μόνο επιτρέπειται αλλά και παροτρύνεται σε περιπτώσεις όπου το αποτέλεσμα θα είναι ωφέλιμο και στηρίζεται σε αρχές ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Περιπτώσεις όπου η αποκόλληση από το εγώ φέρνει καλύτερα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από το αν παρέμενε κάποιος στο εγώ αγνοώντας το εμείς.

Άρα, το πότε είναι ωφέλιμο κάποιος να δείχνει τον εαυτό του και να λέει «Εμείς» είναι όταν αυτό οφελεί το ευρύ κοινωνικό σύνολο. Αν γίνεται μετάβαση από το εγώ στο εμείς και το αποτέλεσμα ωφελεί ένα μεμονωμένο σύνολο και το γενικό αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση διχόνοιας και αμοιβάιου μίσους τότε μιλάμε για κάτι εγκληματικό. Κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγεται.

Το πάρκο

Στης νοσταλγίας τη χώρα

ευωδιές λουλουδιών σπάνιες

γαλήνια τιτιβίσματα πουλιών

και γυμνών γυναικών η σάρκα

αθώα θα φαίνεται πως μαγνητίζουν

τους παρελθοντολάτρες.

Κάθε του τόπου τους τουρίστα

να πολιτογραφήσουν μάχονται.

Στης νοσταλγίας τη χώρα κάτοικος σα γίνεις

στις Τράπεζες Μνήμης όλες σου τις μνήμες

να καταθέσεις θα κληθείς

σ’άτοκο λογαριασμό.

Μα σ’ ανάληψη μνημών να προβείς δε θα’ναι δυνατό

σα μια μέρα αυτοεξοριστείς

σαλπάροντας στου παρόντος τα νησιά.

Νοσταλγός του παρελθόντος πλέον δε θα’σαι

αφού τις μνήμες σου απλόχερα κατέθεσες

ταξίδι στιγμιαίο στο χρόνο για να κάνεις.

Να γίνεις παντοτινός νοσταλγός προσπάθησε

μα της νοσταλγίας τη χώρα

ποτέ να μην επισκέπτεσαι.

Να’σαι για τους κατοίκους της

ο γέρο-Ναυαγός.

Πριν μερικές βδομάδες επισκέφτηκα το πάρκο του Τάκη Ζεμπύλα στο Στρόβολο, παρά της οδού Κυκλάδων. Ένα πάρκο στο οποίο ήσιε 11-12 χρόνια να πάω τζιαι αποτελεί έναν αρκετά μεγάλο κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Πολλές που τις μνήμες μου να παίζω, να τρέχω, να ανεβαίνω σε παιχνίθκια εν σε τζίνο το πάρκο. Έπιαννεν με συχνά μια νοσταλγία που τζίνες τις εποχές τζιαι έλεα εδώ και καιρό να πάω να το επισκεφτώ.

Έστριψα μέσα προς την οδό που βρισκόταν μια που τις εισόδους του πάρκου – η πιο γνώριμη. Επάρκαρα στον τόπο που εθυμούμουν τη μάνα μου να παρκάρει τζιαι εκατέβηκα, με βλέμμαν παντα προς το πάρκο, προσπαθώντας να δω τι άλλαξε τζιαι τι όι. Απόλυτη ησυχία. Εν θα εκρατούσεν για πολλήν ώραν όμως. Παιρνώντας τις πύλες του πάρκου, εβρέθηκεν δίπλα μου η μάνα μου να με κρατά που το σιέρι τζιαι γω να την αφήνω αμέσως για να περάσω μέσα που τους διαχωριστικούς θάμνους τζιαι να πάω να κάτσω στις κούνιες. «Μαζεμένα τα πόθκια όταν η κούνια κινείται προς τα πίσω, τεντωμένα όταν κινείται μπροστα. Πρέπει να πιάσω δύναμη.», εσκέφτηκα. Στα δεξιά, το μικρό μονοπάτι τζιαι τα πανύψηλα δέντρα που το περιβάλλουν, με μερικές μανταρινιές τζιαι λεμονιές διάσπαρτες κατά μήκος του μονοπατιού. Ίδια όπως τα θυμούμαι, τζι’όμως σίουρα αλλάξαν. Εζούσαν τζιαι αναπτύσσουνταν, όπως τζιαι γω, τζιαι είδαν τζι’άκουσαν πολλά τούτα τα χρόνια.

Στο κέντρο του πάρκου οι μεγάλοι, άλλοι να κάθουνται στην ημικύκλια κερκίδα τζι’άλλοι να παίζουν μπάσκετ στο γήπεδο πίσω που την κερκίδα. Πάντα εφοούμουν να πάω κοντά τους. Εμείνισκα στη γωνιά μου τζιαι έβλεπα τους. «Οι Γυμνασαίοι» ελαλούσαμε τζιαι ενιώθαμε έναν αθώο παιδικό δέος απέναντί τους. Ένας συνδυασμός φόβου τζιαι θαυμασμού δηλαδή. Κρίμα που τούτο το δέος προς τους ηλικιακά πιο μεγάλους μειώνεται όσο παιρνούν τα χρόνια. Θα’πρεπε να’ταν το αντίθετο. Ετόλμησα να κοντέψω, απλώς τζιαι μόνο για να ανεβώ τα σκαλιά των κερκίδων τζιαι να τζιυλήσω κάτω, πίσω που την κερκίδα, σε μια μικρή πλαγιά μερικών μέτρων που εδημιουργούσεν η κλίση του εδάφους ανάμεσα στο πιο ψηλό σκαλί των κερκιδων τζιαι το γρασίδι. Στην άλλη μεριά του πάρκου η καντίνα, στην οποία επίεννα τις περισσότερες φορές πριν να φύουμε που το πάρκο. Ανέβηκα στο μικρό σκαλοπάτι, έφτασα το παράθυρο τζιαι προσπαθώντας να βρω την ελάχιστη μορφή αυτοπεποίηθησης τζιαι θάρρους μέσα στην ντροπαλότητά μου, είπα της κοπέλας «Ένα πράσινο κουτί τσιπς παρακαλώ», δίνοντάς της το 7γωνο ασημένιο κέρμα των 50 σεντ της λίρας τζιαι έπειτα περιμένοντας για ρέστα.

Που να’ξερα όμως, ότι μεστην έλξη της χώρας της νοσταλγίας θα εδιέγραφα, ή θα άλλαζα, ταυτόχρονα κομμάθκια μνήμης που έναν τόπον ο οποίος εκατείχεν σημαντική θέση σε αυτήν. Ο τόπος ήταν τζιαμέ, ίδιος, χωρίς αξιοπρόσεκτες αλλαγές. Εγώ όμως είχα αλλάξει. Πολλά. Μεστο μυαλό μου τούτα ούλλα τα χρόνια ήταν ο τόπος όι όπως τον εθυμούμουν εγώ, αλλά ο 8χρονος εαυτός μου. Πριν τιν επίσκεψήν μου στο κομμάτι της μνήμης όπου ήταν το πάρκο, υπήρχε ό,τι τούτος ο 8χρονος εθεωρούσε σημαντικό μεστην αθωότητάν του τζιαι μέστον αγώναν του να ανακαλύψει τζιαι να παρατηρεί τον κόσμο. Όταν πότε-πότε, με τη βοήθεια της νοσταλγίας τζιαι της μνήμης, επισκέπτουμουν τούντον τόπο, επισκέπτουμουν τον σαν ένα 8χρονο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Όχι πια όμως. Πλέον σκέφτουμαι το πάρκο αρκετά πιο αραιά που πριν. Εχάθηκεν η μαγεία του πάρκου, εν το νοσταλγώ πλέον. Εν θέλω να πάω. Εν το πεθυμώ. Όταν σκέφτομαι το πάρκο σκέφτομαι την τελευταία φορά που το επισκέφτηκα. Σαν ένας νέος δηλαδή, όι σαν ένας 8χρονος. Η μνήμη του πάρκου αντλεί πλέον λιγότερο συναίσθημα τζιαι είναι περισσότερο χαραγμένο στο μυαλό μου σαν απλή υλική οντότητα. Οι μνήμες εξεθωριάσαν σε ανησυχητικό βαθμό.Η ημικύκλια κερκίδα είναι πλέον ένα άσχημο γκρίζο κτίσμα γεμισμένο με γκράφιτι. Η κούνια τζιαι ο μύλος έννεν παιχνίθκια πλέον, εν εργαλεία που μου θυμίζουν νόμους της φυσικής.Εν υπάρχουν Γυμνασαίοι, ή τζι’αν υπάρχουν, εν τους φοούμαι. Όσο για το μονοπάτι με τα ψηλά δέντρα, τις μανταρινιές τζιαι τις λεμονιές…υπάρχουν καλύτερα του στο πάρκο της Αθαλάσσας, στο γραμμικό πάρκο του Πεδιαίου τζιαι στο πάρκο της Ακρόπολης. Πιο μεγάλα μονοπάτια, με πιο πολλά δέντρα, πιο πλούσια βλάστηση.

Η μνήμη τζιαι η νοσταλγία εν εθέλαν τη φυσική μου παρουσία. Ήταν ούλλα γραμμένα στη μνήμη μου, το ότι το ξαναείδαν τα μμάθκια μου εν με εβοήθησε να θυμηθώ κάτι καινούργιο. Έσιει πράματα που εν καλά να μεινίσκουν στης νοσταλγίας τα πιο ψηλά ράφκια. Τζι’ας γεμώσουν σκόνες τζι’αζαγιές. Έτσι πιάννουν τη σημασίαν τους άλλωστε. Γι’αυτό τα κατηγοριοποιούμε ως κάτι που έγινε παλιά, στο παρελθόν. Νοσταλγείς με τη βοήθεια της μνήμης. Σιέρεσαι, γελάς, συγκινείσαι, ανατριχιάζεις, θυμάσαι πρόσωπα, καταστάσεις, περιπέτειες, γκάφες, τσακωμούς, χαρές, λύπες, έρωτες. Άστο ως δαμέ, εν αρκετό.

Μια παρέα 35ρηδων κάθεται στην παραλία τζιαι αναπολεί τα χρόνια του σχολείου τζιαι του στρατού. Κάποια γριά νοσταλγεί το χωρκόν της στην Κερύνεια. Ένας γέρος θυμάται την πρώτη του δουλειά, στην παλιά πόλη, στην οποίαν επίεν να δουλέψει που 14 χρονών, αφήνοντας την οικογένειαν του πίσω. Κάποιος λάτρης των αυτοκινήτων ονειρεύεται να ξαναοδηγήσει το πρώτον του αυτοκίνητο – αντίκα πλέον.

Ποιος ο λόγος να παν πάρακατω. Στην καλύτερη περίπτωση θα αντιληφθούν ότι έχουν αλλάξει οι ίδιοι. Στη χειρότερη θα έσιει αλλάξει ο τόπος που παν να επισκεφτούν. Τζιαι τότε θα υπάρξει η μέγιστη καταστροφή

Αν το πάρκο εκαταστρέφετουν, μεστην μνήμη μου δεν θα υπήρχεν πια τίποτε, ούτε καν παραλλαγές των όσων εθυμούμουν, αλλά μια ασταμάτητη καταστροφή. Τα ερείπια του πάρκου θα ερηπώναν τον τόπο όπου κατοικεί στη μνήμη μου.

Ίσως κάποτε ναν καλές τζι’οι ψευδαισθήσεις τελικά…

Quarter-life crisis

“I can never read all the books I want; I can never be all the people I want and live all the lives I want. I can never train myself in all the skills I want. And why do I want? I want to live and feel all the shades, tones and variations of mental and physical experience possible in my life. And I am horribly limited.”

― Sylvia Plath

Κάπως έτσι.

Η στιγμή που ανώμαλα τζιαι απότομα προσγειώνεσαι στον κόσμο(δυστυχώς υπάρχει φαίνεται. Τζιαι όι έννεν καθρέφτης του κόσμου των ονείρων – ούτε καν παράλληλος), μετά τον «στρατό», ακριβώς πριν ή μετά τις σπουδές, μετά από κάποιο τρομακτικό συμβαν, στη δουλειά, στη δημιουργία οικογένειας. Φυσικά, κανείς εν σταματά να μαθαίνει την κοινωνία, τους άγραφους κανόνες της, τις ιδιαιτερότητές της. Αλλά η πρώτη επαφή μαζίν της μπορεί να είναι αρκετά περίεργη. Μοιάζει σαν μια ξένη, που χρόνια αντιπαθούσες, μα ταυτόχρονα τόσον ευνόητη τζιαι απλή που έυκολα σε παρασέρνει να την ακολουθήσεις. Αυτήν τζιαι τους ακόλουθούς της.

Τελιώνοντας το «στρατό», νιώθω τούτο που γράφει η Sylvia Path. Θέλω να διαβάσω εκατοντάδες βιβλία, μεσαιωνικών ποιητών, Ρώσων λογοτεχνών, ιδελόγων του φασισμού τζιαι του σοσιαλισμού, συγγραφέων της γενιάς Μπιτ(και των τόσων άλλων γενεών, γνωστών και αγνωστων) όπως ο Jack Kerouac ή ο Allen Ginsberg, να ακούσω τη μουσική εναλλακτικών μουσικών, που τη Βαρκελώνη, το Οντάριο, το Ριο, την Άκκρα, την Οσάκα, το Όσλο, να διαβάσω Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ιπποκράτη, Όμηρο, Ηρόδοτο, Σοφοκλή, τους νέους φιλοσόφους μετά τον Καρτέσιο, να μελετησω τη φιλοσοφια των Ινδιάνων, των Ινκας, των Μαγια, , να μάθω πιάνο, βιολί, λύρα, όμποε, γαλλικό κόρνο, τύμπανα, να διαβάσω αναλύσεις για κάθε λογής ζωγράφους και ρεύματα όπως και ιστορία της Τέχνης, βιβλία όπου επιστήμονες και φιλοσοφοι συζητούν για την ελευθερία της βούλησης, για το θεο, για την ηθική, για τη σημασία της επιστημονικής σκέψης, για την ιστορία της κάθε χώρας στη γη(υπάρχουσας ή μη), της κάθε αυτοκρατορίας, του κάθε βασιλιά, να μάθω τις γλώσσες του κόσμου. Στοπ. Γλώσσα. Το πιο χρήσιμο αλλά ταυτόχρονα πιο περιοριστικό, σε ευρύ βαθμό, εργαλείο. Όσο τζιαι να θέλω να αποκτήσω τις γνώσεις του κόσμου, η γλώσσα πάντα θα με περιορίζει. Δε θα μπορέσει ποτέ ο Κινέζος να διαβάσει το Ένα παιδί μετράει τ’άστρα, ούτε ένας Ιταλός να κάθεται σε μια ήσυχη παραλία με το κεφάλι προς τον ουρανό τζιαι να ακούει το Άγρια των άστρων μουσική, ούτε ένας Χιλιανός να διαβάσει την Ανεράδα. Αναρωτιούμαι πόσοι Λουντέμηδες, Αγγέλακες και Μιχαηληδιες υπάρχουν στον κόσμο που την παρουσίαν τους αγνοώ, πόσω μάλλον να καταλάβω την καλλιτεχνίαν τους. Κρίση γιατί φοούμαι ότι εν θα προλάβω να κάμω ούλλα τζίνα που θέλω στον πεπερασμένο, αλλά όχι περιορισμένο, χρονικό διάστημα που έχω.

Τζιαι μέσα σε τούτην ούλλη τη σύγχυση, είναι τζιαι το πόσον «ευαίσθητη» εν η ζωή μου μπροστά στις επιλογές μου. Το τι εννα σπουδάσω, σε ποιο πανεπιστήμιο, κρίνει ίσως τι εκπαίδευση θα πάρω, τις φιλίες μου θα κάμω, τις επιρροές που θα έχω. Η φαινομενικά απλή απόφαση του αν θα σπουδάσω φιλοσοφία, νομική ή φυσική αλλάσει ούλλη μου τη ζωή που τη στιγμή που θέλω να ασχοληθώ ακαδημαϊκά με το θέμα μου. Είναι τζιαι το γενικά πόσο «ευαίσθητη» εν η ζωή μας σε συνειδητές τζιαι ασυνείδητες αποφάσεις. Ένα δυστύχημα στο δρόμο πριν λίες μέρες δε θα ήσιε συμβεί εαν κάποιος από τους δύο αργούσε μερικά δευτερόλεπτα να φύει που το σπίτι, αν κάποιος άλλος έμπαινε μπροστά του τζιαι έβρισκε κόκκινο φανάρι, αν επέλεγε να οδηγά με ελαφρώς περισσότερη ή λιγότερη ταχύτητα. Η πεταλούδα τζιαι τα φαινόμενά της. Τζιαι εδώ μιλούμε για μικροαποφάσεις. Οι μεγάλες αποφάσεις όμως έχουν και πολλές ευθύνες. Κρίση γιατί πλέον αντιλαμβάνομαι  συνειδητά ότι οι αποφάσεις μου επηρεάζουν την μετέπειτα ζωή μου. Απλώς πιστεύω θα κάμνω σε κάθε περίοδο ό,τι μοιάζει πιο σωστό, τζιαι αν βρω πως παρεκκλίνω ας ελπίσω να μεν βρίσκομαι σε μονόδρομο.

Είναι επίσης μια περίοδος όπου στη βίαιη μεταφορά σε έναν καινούργιο κόσμο εκτιμάς θκυο πλάσματα που εν ο άμεσος λόγος που υπάρχεις στον κόσμο. Μιλώ για τους γονείς, φυσικά. Εκτιμάς όσα έχουν κάμει για σένα τόσα χρόνια, όσες θυσίες, όσα μηνύματα επεράσαν, όσες συμβουλές εδώσαν, όσα χρήματα, χρόνο, όρεξη, αγάπη εδιαθέσαν για σένα. Δικαιολογάς τους για τις κακές στιγμές, κρατάς τες καλές σφιχτά τζιαι προχωράς. Εν εμπορούσεν άλλωστε να γίνει αλλιώς. Οι εφηβικές στιγμές όπου τους έκρινες συνεχώς, εθύμωνες μαζίν τους, άρκεψες να αμφιβάλλεις για όσα σου έχουν διδάξει τζιαι εκατέκλυζεν σε ένα έντονο επαναστατικό αίσθημα το οποίο ήθελε απλώς να αντισταθεί στα πιστεύω τους, όποια κι αν ήταν αυτά τζιαι όποια κι αν ήταν τα δικά σου, έχουν περάσει. Τζιαι δεν ωφελούν αν η μνήμη επιστρέφει συχνά πίσω σε αυτές. Η εκτίμηση τούτη πηγάζει μέσα που την ωριμότητα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή, τζιαι μέσα που το ότι αρχίζεις τζιαι μπαίνεις στα δικά τους παπούτσια σε ορισμένα θέματα. Εσύ είσαι αυτός που θα «ξοδέψει» πολύτιμό του χρόνο πάνω σε αδέρφια, ξαδέρφια, γιαγάδες. Εσύ είσαι αυτός που θα ξοδέψει χρήματα πάνω στα πιο πάνω άτομα. Τζιαι νιώθεις το αίσθημα του να δίνω χωρίς να παίρνω κάτι υλικό πίσω, κάτι που οι γονείς σου έκαναν τζιαι αδυνατούσες να καταλάβεις.

Έχοντας ζήσει μερικές ακόμη εμπειρίες, μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει τον εαυτό του σε μια αρκετά ανατρεπτική περίοδο στη ζωήν του. Μια περίοδος όπου αμφισβητεί την ισχύ διαφορων φιλοσοφικών κουβεντών οι οποίες χαρακτηρίζονται που ένα «θετικιστικο»(με την έννοια της αέναης θετικής σκέψης), ή και «Κοελοϊκό» κύμα. Ο φόβος προς το αρνητικό, προς τη λύπη, προς τη φθορά είναι κατανοητός όχι όμως δικαιολογημένος. Η εσωτερική τζιαι εξωτερική πίεση του ανθρωπου να είναι καλά ακολουθώντας κουβέντες του τύπου «χαμογέλα ό,τι και να πηγαίνει στραβά», πιέζοντας τον εαυτό του να έσιει συνέχεια χαραγμένο ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, εν μια τεράστια μορφή πίεσης η οποία περιορίζει την εξέλιξη ενός ατόμου. Στην Υπεράσπιση της απογοήτευσης υπερασπίζομαι τούτην την αδικημένη έννοια η οποία κακώς αποφεύγεται. Επιπρόσθετα, η διάρκεια της ζωής είναι πεπερασμένη αλλά όχι περιορισμένη. Το τι περιέχει αυτή η ζωή όμως είναι άπειρο όμως αρκετά περιορισμένο. Δαμέ παλέφκει ο κάθε άθρωπος με τη φύση του τζιαι τούτο μάσιεται να αποδεχθεί. Γι’αυτό τζιαι αμφιβάλλω αν «Ποτέ δεν είναι αργά». Η ζωή μας δεν είναι συμμετρική. Υπάρχουν φάσεις και φάσεις. Κάποια πράγματα θέλουν καιρό, θέλουν χρόνο, θέλουν κατάλληλες καταστάσεις. Μπορεί κάποιος 50χρονος να μάθει τένις αλλά δε θα μπορέσει να γίνει τενίστας, να παίζει δηλαδή σε παγκόσμια πρωταθλήματα. Μπορεί κάποιος 65χρονος να μάθει βιολί αλλά δε θα μπορέσει να γίνει ο καλύτερος βιολιστής του κόσμου. Σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε είναι αργά. Ένα παιδί που πηγαίνει σχολείο στο οποίο εμβαθύνει σε αρκετές θετικές και κοινωνικές επιστήμες, και άλλες γνώσεις, και επιστρέφει το απόγευμα στο σπίτι και πηγαίνει χορό, ζωγραφική, ποδόσφαιρο, κιθάρα, προσκοπείο, γερμανικά και είναι και ταυτόχρονα άριστος μαθητής, φαίνεται σαν μια ιστορία γνωστή μα πλέον άπιαστη.

Τα 21 εν μια περίοδος όπου μου φαίνεται πως αλλάζουν πολλά. Αμφισβητώ πολλά πράματα τα οποία ως τωρά εφαίνουνταν δεδομένα, θέτω ακόμα πιο βαθκιά υπαρξιακά ερωτήματα. Το πιο σημαντικό όμως πως φαίνεται πως σιγά-σιγά ο κόσμος τζιαι η κοινωνία ,που κατά την παιδική τζιαι κυρίως εφηβική ηλικία αντιπαθούσα, καταπίννει με. Τωρά λογικά μόλις επέρασα τους πνεύμονες τζιαι πλησιάζω φοβισμένα το στομάχι, όπου θα γίνω μια μη αναγνωρίσιμη, βρόμικη μάζα έτοιμη για αφόδευση. Εμετός η μόνη λύση. Κουβέντες του τύπου «Θα αλλάξω τον κόσμο» τζιαι «Θα γυρίσω τον κόσμο» φαίνουνται μου τωρά, ίσως τζιαι στους περισσότερους πιο μεγάλους οι ουτοπικές κουβέντες κάποιου αφελούς ανθρωπάκου που ακόμα να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Όμως εν τις αφήνω, εν ακόμα οι στόχοι ζωής μου τζιαι κάμνω μέσα μου ανασυγκρότησηπου σπασμένα συντρίμμια, για να τους καταφέρω, δυναμώνοντας μέσα που τις αντιλήψεις μου για τη ζωή αλλά τζιαι που άλλους που τα έχουν καταφέρει. Τζι’ας μείνει η πραγματικότητα μόνη της, ποττέ εν εκέρδισε κάποιος αντιλαμβανόμενος την πραγματικότητα… Ήταν απλός θεατής της πραγματικότητας των άλλων, ενώ ο καθένας πρέπει να προβάλει την δικήν του πραγματικότητα στον κόσμον του τζιαι να ζει μέσα σε τζίνην.

Εγώ εννα αρκέψω. Ενάντια στην οποιαδήποτε κρίση, με φάρο τα διάφορα όνειρά μου.

Τζι’αν κάποια φάση ο χρόνος λείψει εννα πω ότι απλώς εφάνηκα άτυχος…

Γίναμε της ζωής προφήτες

ακολουθώντας μονοπάτια χαραγμένα

κι οδούς μελετημένες.

Τα γυάλινά μας πόδια τα περπατάμε

μόνο σε πουπουλένιους δρόμους.

Το μέλλον μας το κάναμε

συνώνυμο του παρελθόντος.

Σίγουρο κι αδιάλλακτο.

Ξέρουμε στο μονοπάτι,

της ζωής μας τις οδούς.

Κι έτσι γινόμαστε τρανά,

οι πιο σοφοί προφήτες.

Μα, στ’αλήθεια,

Άγιοι έγιναν,

μονάχα όσοι χάραξαν

το δικό τους μονοπάτι.

Υπεράσπιση της απογοήτευσης

Η απογοήτευση είναι μια αξία πολύ υποτιμημένη. Ίσως επειδή φέρνει μαζί της αρνητικά συναισθήματα. Μα μπορεί, αλήθεια, να υπάρχει πρόοδος και αλλαγή χωρίς απογοήτευση, αποτυχία, και κάποιας μορφής αρνητικότητα; «Δεν είμαι ευχαριστημένος με αυτή μου την απόδοση», «Αν γίνω καλύτερος θα έχω περισσότερες ευκαιρίες και προνόμια», «Τόση προσπάθεια δεν ήταν αρκετή. Επιβάλλεται περισσότερη», είναι οι εκφράσεις οι οποίες προηγούνται της αλλαγής και συνοδεύουν την απογοήτευση. Θα μπορούσαν οι καλύτεροι μουσικοί, συγγραφείς, ζωγράφοι, επενδυτές, διευθυντές, εφευρέτες και αθλητές να φτάσουν στα ψηλότερα σκαλοπάτια αν οποιαδήποτε στιγμή στην καριέρα τους επαναπαύονταν στο σημείο που βρίσκονταν για χάρη της «θετικής» σκέψης και της «ευχαρίστησης»; Όχι. Απογοητεύονταν εκουσίως και πείσμωναν σε κάθε σκαλοπάτι μέχρι να φτάσουν στο επόμενο.

Μπορεί να φαίνονται χαρούμενοι και ευτυχισμένοι όσοι επαναπαύτηκαν σε κάποιο σκαλοπάτι αλλά είναι αυτοί που ίσως δε ξέρουν τον εαυτό τους, τα όριά τους, τους στόχους τους, τα όνειρά τους και αποδέχονται χωρίς σκέψη και προσπάθεια την κατάσταση στην οποία βρεθηκαν. Μπορεί επίσης να μην τους αρέσει στ’αλήθεια η κατάσταση στην οποία βρίσκονται αλλά να μην τολμούν να αλλάξουν, φοβουμενοι αυτό που θα φέρει η αλλαγή, κάτι το οποίο είναι , ομολογουμένως, άγνωστο.

Υπάρχει, δυστυχώς, προκατάληψη σε ότι αφορά όλες τις μορφές απογοήτευσης. Κακή απογοήτευση είναι αυτή στην οποία εκουσίως βυθίζεται ο άνθρωπος και από την οποία δεν έχει τη θέληση να βγει, κάνοντάς την μέρος της ζωής του, κάτι το οποίο τον οδηγεί μακριά από τη δημιουργικότητα. Καλή απογοήτευση είναι αυτή στην οποία πάλι εκουσίως βυθίζεται ο άνθρωπος και την οποία όμως χρησιμοποιεί ως αιτία για πρόοδο και αλλαγή, μέσω της κατανόησης του εαυτού του. Μη αποδεχόμενος την παρούσα κατάσταση καταλαβαίνει τι τον ευχαριστεί και τι τον απογοητεύει και αυτό τον βοηθά να διαλέξει τα μονοπάτια που θ’ακολουθήσει. Δεν πιέζει τον εαυτό του να είναι ευτυχισμένος και ευχαριστημένος με τα πάντα έστω κι αν αυτό τον κάνει να φαίνεται χαρούμενος και ολοκληρωμένος. Ξέρει πως γνωρίζοντας τι τον απογοητεύει και μη φοβούμενος την απογοήτευση, θα μπορέσει να φτάσει στο επόμενο σκαλοπάτι. Πως; Χρησιμοποιώντας την αποτυχία και την απογοήτευση ως ένα χέρι βοηθειας και όχι ως κάτι εν γένει κακό το οποίο πρέπει να αποφύγει λόγω των αρνητικών συναισθημάτων που του προκαλεί, πιέζοντας τον εαυτό του να ζήσει ψεύτικη ευχαρίστηση.

Τα αρνητικά συναισθήματα δεν πρέπει να θεωρούνται κακά εξ αρχής αλλά να μας βοηθούν να αντιληφθούμε πρώτα τα ίδια, έπειτα τις καταστάσεις υπό τις οποίες συμβαίνουν και ακολούθως εμάς τους ίδιους. Η αποφυγή χωρίς εξέταση των αρνητικών συναισθημάτων και στιγμών απογοήτευσης δεν προσφέρει τίποτε άλλο παρά στασιμότητα. Κι αυτό είναι αληθές καθώς η πορεία για πρόοδο και εξέλιξη είναι συνυφασμένη με απογοητεύσεις και αποτυχίες.

Έτσι, όποιος θέλει να προοδεύσει δε μπορεί να φοβάται την αποτυχία και την απογοήτευση. Είναι ωστόσο δυνατόν για κάποιον να νιώθει πραγματικά ευτυχισμένος στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται αλλά θεωρώ πως είναι αδύνατον για κάποιον να ζει χωρίς πρόοδο και χωρίς αυτοεξέλιξη, και άρα χωρίς απογοήτευση στην πορεία. Αυτό δεν πρέπει να σημαίνει πως η απογοήτευση πρέπει να γίνει η ζωή κάποιου ή να την αποδέχεται σε τέτοιο βαθμό όπου να τον καταβάλλει και να τον λυγίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένας νους πρέπει να εντοπίζει τις απογοητεύσεις, να τις εξετάζει και να υπάρχουν μέσα του για μικρό χρονικό διάστημα. Προσωρινά. Ακολούθως, αφού πρώτα τις αντιληφθεί, εξετάσει και έχει πατήσει στο σκαλοπάτι που δημιουργησαν, συνεχίζει το ταξίδι του, διαλέγοντας τα μονοπάτια του πιο σοφά, ένα βήμα τη φορά, αφού τώρα ξέρει.

Υπάρχει γενικά η καντιανή αντίληψη πως πρέπει να νιώθουμε πάντα ευτυχισμένοι και να αποφεύγουμε την απογοήτευση, με οποιοδήποτε κόστος. Ωστόσο, δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς απογοήτευση και επιτυχία χωρίς επιτυχία. Όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος: η απογοήτευση είναι αυτό που δίνει σημασία στην ευχαρίστηση, στην ευτυχία. Και αντίθετα. Χωρίς την αντίθετή της, η κάθε λέξη σταματά να είναι λέξη και είναι απλώς ένα σύμπλεγμα γραμμάτων. Τα αντίθετα, η συνεχής κίνηση από το ένα στο άλλο, είναι αυτό που δίνει στις λέξεις το νόημά τους. Δεν υπάρχει θετικό χωρίς αρνητικό, δεξιά χωρίς αριστερά, επιτυχία χωρίς αποτυχία. Έτσι, εξ ορισμού, η επιτυχία χρειάζεται την αποτυχία για να υπάρξει και να λειτουργήσει.

Επίσης, εννοείται πως κάθε επεξεργασία και ανάλυση οποιασδήποτε αρνητικής σκέψης ή στιγμής απογοήτευσης πρέπει να ακολουθείται από πράξεις οι οποίες θα οδηγήσουν στην ευτυχία, αλλιώς ο άνθρωπος ο οποίος επεξεργάζεται τις σκέψεις αυτές θα καταλήξει μοιρολάτρης και παθητικός, αφήνοντας την απογοήτευση να τον καταβάλει και να γίνει αυτός, βυθίζοντάς τον εαυτό του τόσο βαθιά που αν καταφέρει να βγει ποτέ στην επιφάνεια, θα είναι εμφανώς πληγωμένος από τον παρ’ολίγον πνιγμό του.

Έτσι, υπάρχει οπωσδήποτε θετική νότα στην απογοήτευση και στην αποτυχία και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποφεύγεται. Η απογοήτευση μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επίτευξης της επιτυχία και της ευτυχίας. Με σωστό χειρισμό της απογοήτευσης και της αρνητικής σκέψης, ο άνθρωπος μαθαίνει να διαλέγει τα μονοπάτια του, τι τον ευχαριστεί και τι όχι κι έτσι να φτάνει συνεχώς ένα βήμα πιο κοντά στη δική του τελιοποίηση.

6

Έτσι μέρες πριν 6 χρόνια εδημιούργησα τούτο το μπλογκ, μια απόφαση ορόσημο στην ως τωρά ζωή μου. Λόγω διαφορων καταστάσεων στο σχολείο και αλλού αλλά τζιαι λόγω χαρακτήρα τζιαι επίσης επειδή εβρίσκουμουν στην αρχή της εφηβείας, 14 παρά κάτι χρονών, ήταν μια περίοδος που είχα κλειστεί αρκετά στον εαυτό μου. Το ιντερνετ ήταν το καταφύγιο μου, μια άλλη ζωή, ένας δικός μου κόσμος που εμπορούσα να μπω να εκφραστώ, να αναζητήσω, να κοινωνικοποιηθώ με το δικό μου τρόπο. Άρκεψα με τα τότε κυπριακά φόρουμς, το sovarepsou.com, το katsekala.com, το varkoume.com, cypruswarez.com, με parody profiles στο hi5 τζιαι ακολούθως στο facebook, αστεία βίντεο στο youtube, τζιαι blogs. Τον Δεκέμβρη του 2008 στα μπλογκς ήταν ο φιρφιρής, ο λεξιπένητας, η φουκού, o cncminustv, ο terra incognita, η psychia, η δρακούνα, η agapitekyrieimerologie, η roam, ο αντίχριστος, ο Joshoua, ο Ανδρεας MegaHz, ο Μαρίνος. Κάποιοι που τούτους συνεχίζουν να μας γράφουν, άλλοι αποχωρήσαν τζιαι αφήκαν το σημάδι τους στην κυπριακή μπλογκόσφαιρα.

Εν θυμούμαι πώς έππεσα πάνω στα πρώτα μπλογκς που εθκιέβασα αλλά θυμούμαι πως τα πρώτα που εθκιέβασα τζιαι εκάμαν μου εντύπωση ήταν του φιρφιρή, της δρακούνας, του Joshoua. Είχα εντυπωσιαστεί που το χιούμορ του φιρφιρή, τη δημοτικότητα της δρακούνας τζιαι τις εξαιρετικές ιστορίες του Joshoua. Μέσα που μιαν ίσως αφελή καλοπροαίρετη ζήλια που το ‘μεγαλείο’ των προαναφερθέντων μπλόγκερ τζιαι μιαν επιθυμία για έκφραση, δημιουργία τζιαι εξωτερίκευση συναισθημάτων, ήθελα τζιαι γω να δημιουργήσω το δικό μου μπλογκ. Είχα πιάσει ένα κυπριακό λεξικό για να βρω ένα τυχαίο όνομα για το μπλογκ τζιαι έππεσα πάνω στο δουκάτον, το οποίο σημαίνει νόμισμα. Το misharos εν θυμούμαι πως τζιαι γιατί το επέλεξα.

Το μπλογκ για μένα ήταν αρκετά μεγάλη αλλαγή. Ήταν ένας τόπος στον οποιο εμπορούσα να εκφραστώ όπως ήθελα, χωρίς να φοούμαι ότι κάποιος εννα με κατακρίνει ή να σχολιάσει άμεσα κάτι που εννα πω, όπου ήμουν ελεύθερος να ξαναδημιουργήσω τον εαυτό μου που το μηδέν, διορθώνοντας τις όποιες ατέλειες, προσεγγίζοντας έναν καινούργιο κόσμο τζιαι νέους αθρώπους.

Γρήγορα, ήβρα ανταπόκριση σε τζίνα που έγραφα, όπως κάθε καινούριος μπλόγκερ τζιαι μιαν πολλά ζεστή ατμόσφαιρα. Αθρώποι καθημερινοί, απλοί, διαφορετικοί. Εν εφαντάζουμουν πως εμπορούσα να θκιεβάσω τους καθημερινούς αθρώπους που θωρεί κάποιος στο δρόμο, σε ένα περίπατο στην πόλη, σε ένα πάρκο ή σε κάποια εκδήλωση, τζιαι να γελάσω, να προβληματιστώ, να μάθω, να κλάψω, να ανατρισιάσω, να κάμω όνειρα. Τζι’όμως, μέσα που τα μπλογκς τούτον έγινεν αλήθκεια. Αθρωποι χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες στο γράψιμο, τζι’όμως εκαταφερναν τζιαι εμετέφερναν τόσα συναισθήματα. Γιατί εγράφαν όπως ένιωθαν, όπως τους έφκαιννε. Αγνά τζι’ωραία. Τούτον με εντυπωσίασε τζιαι εκράτησε με στα μπλογκς.

Το μπλογκ έκαμεν με να αγαπήσω το γράψιμο, τόσο που ναν το μόνο μέσο για μένα για να εκφραστώ. Εγνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους, έμαθα πολλά πράματα, έπιασα πολλήν αυτοπεποίηθηση, εκτίμηση για τον εαυτό μου τζιαι για τους άλλους αθρώπους. Εκρατούσα στο μπλογκ, τζιαι προσπαθώ να κρατώ ακόμα, μιαν πολλά οπτιμιστική στάση για τη ζωή, μια ζωή που έσιει ως αξίαν της την αγάπη για τον άνθρωπο τζιαι τη φύση, την αρμονία, την αλληλεγγύη. Κάποτε έγραφα χιουμοριστικα ποστ τζιαι αρκετές πελλάρες. Τωρά γράφω κυρίως σοβαρά ποστ φιλοσοφώντας διάφορα θέματα.

Σε τούντο μπλογκ άλλαξα, έγινα ο ονειρικός μου εαυτός που εν εκατάφερα να γίνω στην πραγματική ζωή. Τζιαι δαμέ έρκουμαι στο μεγάλο πρόβλημα του να γράφει κάποιος ανώνυμα. Δεδομένου ότι ο ανώνυμος συγγραφέα είναι διαφορετικός που τον πραγματικό συγγραφέα τότε δημιουργείται ένας τρίτος εαυτός (οι πρώτοι δύο εν παρόμοιοι του id τζιαι του ego του Freud, θα τους αναλύσουμε άλλη φορά), ο οποίος είναι παράγωγος αλλά διαφορετικός του πραγματικού συγγραφέα. Τούντα 6 χρόνια ο πραγματικός μου εαυτός άλλαξε, εβελτιώθηκε, αλλά εν έφτασε το επίπεδο του misharou. Επικεντρώθηκα στο να βελτιώσω τούντον καινούριο άθρωπο που εδημιούργησα τον Δεκέμβρη του 2008, τόσο που άφηκα τον πραγματικό μου εαυτό στην άκρη. Το ιδανικό θα ήταν ο μισιαρός να ήταν το ίδιο με τον πραγματικό μου εαυτό, ή ο πραγματικός εαυτός να εκαθόριζε τον μισιαρό, όι το αντίθετο. Γι’αυτό τζιαι όταν κάποιος έξω μπορεί να μου σχολιάσει κάποιο άρθρο, να πει μπράβο ή να κριτικάρει αρνητικά, νιώθω πως τούτες τις κουβέντες λαλουν τες στον μισιαρό, όι στον πραγματικό μου εαυτό. Νιώθω ότι είμαστε σε κάποιο βαθμό 2 διαφορετικά πλάσματα. Όπως τζιαι να’σιει.

Τόσα χρόνια εγέλασα με τα αστεία του φιρφιρή,του invictus, της αχάπαρης, της σάικ, της cake, του panic, εχαλάρωσα θκιεβάζοντας τη λένη, την εολικα, το τσαρτελλούι, εταξίδεψα με τα ποστς της post babylon, της ερυκίνης, του αντίχριστου, εγνώρισα δασκάλους της ζωής, όπως το νυχτερινό ποδηλάτη, τον κώστα πατίνιο το διάσπορο, τον ασέρα, είδα συναισθήματα να φκαίνουν που τες λέξεις στην οθόνη τζιαι να μπαίνουν μέσα μου να με κυριεύουν στα ποστς του joshoua, της νεράιδας, του twistedtool τζιαι του unshaved bastard, έλαβα γνώσεις τζιαι δίψα για μάθηση που τον defiance τζιαι τη μάνα, εμπήκα μεσα στες καθημερινότητες των ανθρώπων στα ποστ της πρασινάδας, της joy tears, της κολόνας, της καισί, της moonlight, της beatrix, είδα τον εαυτό μου στα κείμενα της δεσποσύνης, της ruthless, της urban tulip, εθκιέβαζα (συμ)μαθητές όταν ήμουν σχολείο, την pellameni, την ingenue, την peripextra, την creatingourantidote, την εγώ ειμαι, την nightmare after dawn, τον αλέξαντρο, τον dm3k, τον dr ponojefalo, τον αρχοντικόν, την firebolt, τη μυρτώ, είδα πραγματική όρεξη για επανάσταση που τον osr, τον m4trix87, τον pasanakata, τζιαι ενεκάτσιασα με τα ποστ του νεου ελληνοκυπριου, του christofias-watch τζιαι της αντιπαρακμής, που γυρεύκουν αφορμές να χωρίζουν τους αθρώπους. Τζιαι ένα σωρό άλλους που που δικό μου λάθος ξεχνώ.
Αρκετοί που τους προαναφερθέντες εκλείσαν το μπλογκ τους ξαφνικά, με ή χωρίς προειδοποίηση, αλλοι έγραψαν για τελευταία φορά χωρίς να ξέρουμεν εμείς τζιαι ίσως ούτε τζίνοι ότι το ποστ εκείνης της ημέρας θα ήταν το τελευταίο. Όπως αρκετούς ανθρώπους στη ζωή, που φεύκουν ξαφνικά ή όι, τζιαι αφήνουν μιαν ωραίαν ανάμνησην.

Μπορεί να ακουστεί υπερβολή αλλά είσαστε για μένα μια οικογένεια στην οποίαν επέρασα αρκετά μεγάλο μέρος της εφηβείας μου. Έφκαλα δαμέσα πολλά συναισθήματα, εγνώρισα τον εαυτό μου τζιαι εδημιούργησα έναν άλλο, όπως είπα τζιαι πριν εγνώρισα εξαιρετικούς αθρώπους, έμαθα πάρα πολλά πράματα, έγραψα ένα βιβλίο το οποίον εφκήκεν μέσα που τούντο μπλογκ, είχα την ευκαιρία να «εισβάλω» στον κόσμο άγνωστων καθημερινών ανθρώπων τζιαι να θκιεβάσω την ζωήν τους, τις σκέψεις τους, τους προβληματισμούς τους. Πιστεύω το ίδιον ισχύει τζιαι για σας.

Ευχαριστώ τζιαι να τα εκατοστήσουμε.

Οι μισοκαρδιές στο παλάτι του Έρωτα

Φαντάζομαι τον Έρωτα, τον αρχαίο ελληνικό θεό, να ζούσε πάνω απ’τον Όλυμπο και να’δινε στον ερωτευμένο το κλειδί της καρδιάς του άλλου, με αντάλλαγμα το μισό της δικής του καρδιάς.

Το μισό του ερωτευμένου ταξίδευε τότε προς τη γειτονιά των συννέφων του Έρωτα και περίμενε το άλλο του μισό για ν’ανοίξουν μαζί την καρδιόμορφη κλειδαρότρυπα των πυλών του παλατιού του Έρωτα.

Κάποια μισά ήταν τόσο ερωτευμένα που ξεκινούσαν μαζί το ταξίδι τους. Άλλα συναντιόντουσαν στην πορεία, κι αλλα έξω απ’ τις πύλες του παλατιού. Έπαιρναν τα κλειδιά απ’τους ερωτευμένους υπηρέτες του Έρωτα, ξεκλείδωναν το ένα το αλλο, κι αφού άνοιγαν την καρδιόμορφη κλειδαρότρυπα, ενώνονταν εις καρδίαν μίαν, ξέροντας πως εκείνη τη στιγμή, τα αντίστοιχα μισά τους, ενώνονταν εις σάρκαν μίαν.

Κι ήταν όμως και τα μισά που το άλλο μισό τους ερχόταν αργοπορημένο, τόσο που όταν προσπαθούσαν να ξεκλειδώσουν το ένα το άλλο, έβλεπαν πως τα κλειδιά και οι κλειδαριές ήταν σκουριασμένες. Κάποια κλειδιά δεν έμπαιναν καν στις κλειδαριές. «Αλλάζουν οι καρδιές ξέρεις, όπως κι οι άνθρωποι, ειδικά όταν είναι μισοί», έλεγαν και έπαιρναν χωριστά το δρόμο προς τη γη, πίσω στον άνθρωπο που είχαν αφήσει μισόκαρδο.

Υπήρχαν κι οι μισές καρδιές που είχαν αναπτύξει τέτοια σχέση με το δικό τους μισό που το ταξίδι και η αναμονή για το άλλο μισό τους προκαλούσε αναστάτωση και ανασφάλεια. Επέστρεφαν έτσι, όσο πιο γρήγορα γινόταν, στη ζεστή αγκαλιά του μισού που ήξεραν. Του δικού τους μισού.

Πότε-πότε στο δρόμο από και προς το παλάτι του Έρωτα, έβλεπε κάποτε κάποιος 1/4 καρδιάς, ή 2/7, ή 3/13, να περιπλανιούνται συγχισμένα χωρίς σκοπό, σε χαώδεις κινήσεις. Ήταν τα κομμάτια καρδιάς που δεν έβρισκαν το δικό τους μισό, το μισό από το οποίο είχαν αποκολληθεί, αλλά ουτε και είχαν βρει το άλλο μισό. Το μισό στη γη, αντιλαμβανόμενο πως η αναζήτηση ήταν αποτυχημένη και η αναμονή μάταιη, άλλαζε αποφασισμένο να προχωρήσει, συνειδητά αγνοώντας το δικό του μισό. Από τότε, η μισή καρδιά στη γη, προχωρεί για πάντα πληγωμένη, κι η άλλη, κατεχόμενη από έρωτα, περιπλανείται αιώνια στις καρδιολεωφόρους και τα καρδιοσοκάκια, μεσ’σε απέλπιδες προσπάθειες να βρει το άλλο της μισό. Όσο η ελπίδα σβήνει, η μισή καρδια φθείρει τον εαυτό της, σπάζοντάς τον σε κομμάτια. Ζει ειρωνικές ακαριαίες στιγμές χαράς όταν τα κομμάτια βρίσκουν το ένα το άλλο και νομίζουν πως βρήκαν το άλλο τους μισό. Μα μουτρωμένα αποχωρούν όταν αντιλαμβάνονται πως το κομμάτι που βρήκαν ήταν το κομμάτι από το οποίο είχαν αποκολληθεί. Μέσα σε απόλυτη ντροπή δίνου την υπόσχεση να μην αναζητήσουν ποτέ ξανά τον έρωτα.

Κάποια μισά, έπειτα από αποτυχημένη αναζήτηση του δικού τους μισού στη γη, ανέβαιναν πάλι πάνω στο παλάτι του Έρωτα. Κάποια άλλα δεν είχαν φύγει ποτέ από το παλάτι και περίμεναν έξω απ’τις πύλες υπομονετικά, σε περίπτωση που το άλλο τους μισό ερχόταν, φοβούμενα μη φύγουν για μια στιγμή και το άλλο μισό έρθει και δεν τους βρει.

Κι έβλεπε κάποιος τα μισά αυτά να δοκιμάζουν απελπισμένα όλα τα είδη κλειδιών, πάνω σε όλους τους συνδυασμούς κλειδαριών, το καθένα από τα μισά σε όλα τ’άλλα, με την ελπίδα να βρεθεί το άλλο τους μισό. Έβλεπε επίσης εκατομμύρια μισές καρδιές, μαζεμένες έξω απ’την πύλη, να κοιτάζουν μέσα από τις καρδιόμορφες κλειδαρότρυπες, προσπαθώντας να πάρουν μια γεύση από έρωτα. Να τον έβλεπαν, έστω για λίγο, αφού δεν μπορούσαν να τον νιώσουν. Έβλεπαν τις ολοκληρωμένες καρδιές τόσο χαρούμενες που προς στιγμή πίστευαν πως δεν είχαν ζήσει ποτέ χωρίστα, πως δεν ήταν δύο μισά που ενωθηκαν, πως πάντα ήταν ένα.

Ήταν όμως και κάποιες μισές καρδιές που κάθονταν μόνες τους, κουρασμένες απ’ την προσπάθεια και την αναμονή, μακριά από τις πύλες του παλατιού, για να μη βλέπουν χαρές και να λυπούνται. Είχαν δει τα μάτια τους πολλά τέταρτα, πολλά δύο έβδομα, και πολλά τρία δέκατα τρίτα καρδίας να καταστρέφονται, χάνοντας όσα ρίσκαραν κι άλλα τόσα στο πονηρό παιχνίδι του Έρωτα. Είχαν δει επίσης μυριάδες μισά να μπαίνουν και να βγαίνουν τις πύλες του παλατιού· να χαίρονται, να απογοητεύονται, να απελπίζονται, να ερωτεύονται. Ήταν οι σοφοί των μισών καρδιών, κι όλων των κομματιών τους. Είχαν ζήσει των άλλων τον έρωτα πολλές φορές, καθώς έκαναν το δικό τους ταξίδι αναζήτησης. Ήταν γνωστές ως οι τραγικές μισές καρδιές, καθώς τα δικά τους μισά και τα άλλα τους μισά είχαν μάλλον πεθάνει, κι έτσι βρίσκονταν αιώνια φυλακισμένα στο κελί κάποιου χαμένου έρωτα…